Έκλεισε την πόρτα πίσω της με μανία.

Δεν ήθελε να μιλήσει άλλο, δεν είχε κάτι άλλο να πει άλλωστε. Κρύφτηκε γι’ άλλη μια φορά στο μικρόκοσμό της. Εκεί που δεν χρειάστηκε ποτέ να δώσει εξηγήσεις. Ίσως αύριο να ήταν καλύτερα τα πράγματα.

Με αυτό το «ίσως αύριο», πέρασαν χρόνια ολόκληρα και μέρα με τη μέρα το κενό μεγάλωνε. Είχε γίνει πια μια θάλασσα που τους χώριζε, δυο ξένοι μέσα στο ίδιο σπίτι.

Μια μέρα του μίλησε για την Καλών Τεχνών. Ήταν πρώτη λυκείου και η οικογενειακή συζήτηση για την επαγγελματική κατάληξή της, είχε ήδη μπει στο πρόγραμμα. Επιστράτευσε όλο της το θάρρος, πήρε μια βαθειά ανάσα και κρατώντας την βαθιά μέχρι το στομάχι της, του μίλησε.

«Μπαμπά, αυτό θέλω. Για εκεί είμαι.»

Εκείνος, καθισμένος όπως πάντα στη θέση του, με την εφημερίδα και τον καφέ του ανά χείρας, δεν ασχολήθηκε πολύ. Η δική του η κόρη καλλιτέχνης; Η τέχνη άλλωστε δεν είναι δουλειά. Η τέχνη δεν είναι τίποτα.

Πήρε ένα σαρκαστικό μικροπρεπές χαμόγελο και είπε με ήπια, σχεδόν βαριεστημένη φωνή.

«Έλα τώρα, ας μιλήσουμε για κάτι σοβαρό.»

Και μιλήσανε. Τα αστεία έμειναν για εκείνη, τα έκρυβε κάθε μέρα συστηματικά, περίτεχνα τα κάλυπτε με συμπεριφορές «σοβαρές» και επιτηδευμένες κινήσεις.

Που και που, έπειθε τόσο πολύ τον εαυτό της, που ξεχνούσε να ξεχωρίσει το ψέμα από την πραγματικότητα. Η βιτρίνα της είχε γίνει δεύτερο δέρμα, μια προστατευτική μεμβράνη που ζέσταινε τη σχέση πατέρα- κόρης από μια παγωμένη απόσταση.

Τουλάχιστον έτσι ήταν κοντά κι ας μην την ήξερε καθόλου. Τουλάχιστον έτσι, ήταν περήφανος.

Καμιά φορά, όταν την έπνιγαν όλα αυτά τα ανείπωτα, τα έκανε λέξεις μέσα στο σκοτεινό μικρό της δωμάτιο. Κρυφά, σχεδόν παράνομα, έγραφε όλα αυτά που δεν τολμούσε να πει.

Ζούσε για κείνον, για τα μπράβο του και τα βλέμματα αποδοχής. Με κάθε μικρό της ψέμα, αυξάνονταν κι ένιωθε ότι επιτέλους,  κατάφερε να είναι κοντά του.

Το ψέμα έγινε αλήθεια. Η δική τους αλήθεια.

Η μητέρα ήταν εκεί και δεν ήταν ταυτόχρονα, μια ήρεμη δύναμη που ήξερε μα δε μιλούσε. Άλλωστε οι μανάδες πάντα λίγο πολύ ξέρουν, μα επιλέγουν να μένουν στην άγνοια. Μένει ενωμένο το ζευγάρι, τα πράγματα παραμένουν σε τάξη, τηρούνται οι κανόνες με ευλάβεια.

Ποτέ της δεν κατάλαβε πως γίνεται να είσαι τόσο ξένος από το ίδιο σου το δέρμα. Είχε τα μάτια του, τα νεύρα του, τη δίψα του για ζωή, τη μελαγχολία της μάνας της και την αγάπη της για τους ανθρώπους. Ήταν κομμάτι της ψυχής τους κι όμως το ένιωθε τόσο μακρινό.

Ίσως εκείνοι κατάφεραν και το έθαψαν νωρίς αυτό το κομμάτι, ίσως το ξεχάσανε μέσα στη φασαρία των καιρών και των σημείων. Το ίδιο θα έκανε κι εκείνη λοιπόν, για να τους μοιάσει.

Έπιασε να διαβάζει με τάξη και ηθική, έκανε τους αριθμούς, τη λογική του κόσμου της.

Καμιά φορά κορόιδευε τον εαυτό της με λίγο θέατρο ή και μουσική, μα πάντα οι δικές της θέσεις στο κοινό, ήταν άδειες.

«Δεν πειράζει», έλεγε κι έσφιγγε τα δόντια, «δεν είναι αρκετά σημαντικό για να τους νοιάζει».

«Είναι μια πλάκα, ένα αστείο.»

Κάπως έτσι πέρασε στο πανεπιστήμιο σε σχολή «σοβαρή» και καμάρωνε ο πατέρας σα γύφτικο σκεπάρνι.

Μα τα όνειρα έχουν φτιαχτεί για να είναι αποκλειστικά δικά μας κι όχι για να πραγματοποιήσουμε τις βλέψεις κάποιου άλλου. Όταν τα αρνείσαι, βρίσκουν τρόπο να σε εκδικηθούν, έρχονται και σ’ ενοχλούν για να σου θυμίσουν ότι αυτό που αγαπάς δεν είσαι εσύ, μα η αντανάκλασή σου στα μάτια κάποιου άλλου. Ακόμα κι αυτός ο άλλος φοράει για στέμμα την λέξη «γονιός».

Για εκείνη, η ενόχληση ερχόταν σε μορφή λέξεων που στην αρχή γέμιζαν χαρτιά και μετά τετράδια και βιβλία ολόκληρα. Έγραφε κι έγραφε πολύ, ηρεμώντας τη λύσσα της να δείξει ποια είναι.

Ο πόνος μετρίαζε, έγλυφαν οι λέξεις τις ανοιχτές της πληγές, ανακουφιζόταν.

Ο έλεγχος από καιρό χαμένος, σε ένα ψέμα που πια είχε καταπιεί όλη της την ύπαρξη. Στο σπίτι όμως η βιτρίνα της παρέμενε άσπαστη, ακέραια. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι.

Τόσες φορές άνοιξε το στόμα να μιλήσει, να τους πει πως δεν είναι αυτή η ζωή που θέλει, να τους μιλήσει για όλα όσα έχουν χάσει, να γνωριστούνε από την αρχή χωρίς να χρειάζεται να τους πείσει για τίποτα.

Μα αντί γι’ αυτό, έβγαινε πάλι ένα καλοσχεδιασμένο ψέμα κι άλλες δυο λέξεις γράφονταν κρυφά τα βράδια στο τετράδιό της.

«Κάποια μέρα ίσως…», γράφει και κοιμάται αγκαλιά με αυτό το «ίσως» άλλη μια νύχτα.

Αν τη δείτε ποτέ, θα την καταλάβετε αμέσως. Είναι εκείνη με το θλιμμένο βλέμμα και την ψεύτικη μεγάλη σιγουριά στη φωνή. Αν λοιπόν τη δείτε ποτέ, πείτε της να μη φοβάται.

Γιατί η αγάπη αξίζει μόνο αν υπάρχει γι αυτό που είσαι κι όχι γι αυτό που θέλει ο άλλος να γίνεις.

Κι αυτό να της το πείτε χωρίς κανένα «ίσως».

Συντάκτης: Γιοβάννα Κοντονικολάου