Χαιρετίσαμε τον παλιό το χρόνο, υποδεχτήκαμε το νέο και βάλαμε καινούργιους στόχους για το μέλλον. Άλλοι μεγάλους, άλλοι μικρούς, άλλοι σημαντικούς κι άλλοι ασήμαντους. Δεν έχει σημασία. Σημαντικό είναι μόνο ό, τι κάνει τον καθένα χαρούμενο και ικανοποιημένο.

Κι εμένα με κάνει χαρούμενη να ακούω ότι μ’ αγαπάνε· ας το πω πιο σωστά μάλλον. Θέλω ν’ ακούω πως μ’ αγαπάς. Όταν σου λέω «σ’ αγαπάω πολύ, μωράκι μου» δε στο λέω μόνο γιατί έχω την εσωτερική ανάγκη να μοιραστώ μαζί σου την αγάπη μου για την οποία έτσι κι αλλιώς δεν αμφιβάλλεις.

Ούτε βγάζω στη φόρα τα θρησκευτικά μου αισθήματα. Την ώρα που σου λέω «σ’ αγαπάω» δεν έχω καμία διάθεση ανιδιοτέλειας. Το αντίθετο μάλιστα. Την ώρα εκείνη έχω όλη την ιδιοτέλεια του κόσμου μαζεμένη πάνω μου.

Σαφώς, υπάρχουν και φορές που σου χαρίζω την αγάπη μου έτσι για να μην ξεχνιέσαι. Σου γράφω μηνύματα και σου λέω «σ’ αγαπάω», σου αφήνω χαρτάκια κολλημένα στο κομοδίνο, σε χαιρετάω μ’ ένα «σ’ αγαπάω, τα λέμε μετά» και δεν περιμένω να μου πεις «κι εγώ, αγάπη μου».

Μεταξύ μας, όμως, τις πιο πολλές φορές, αν δεν έχω την επιβεβαίωση και της δικής σου αγάπης, θυμώνω. Θυμώνω γιατί θέλω να τ’ ακούω, να ξέρω κάθε τόσο ότι μ’ αγαπάς και μου το λες.

Δε θα ήμουν παράλογη αν δε ζητούσα κάτι τέτοιο; Τι είμαι, δηλαδή, να βροντοφωνάζω την αγάπη μου και να μην έχω την επισφράγισή της; Ας το παίζω υπεράνω, δεν είμαι. Κανένας δεν είναι.

Το σκέτο «σ’ αγαπάω» είναι σαν το τσίπουρο χωρίς μεζέ. Φτωχό, βιαστικό, μόνο, ανολοκλήρωτο, ίσως κι απελπισμένο, δεν καταπίνεται εύκολα. Ενώ το «σ’ αγαπάω, να ξέρεις» κι από πίσω του το «κι εγώ σ’ αγαπάω, να το ξέρεις κι εσύ» έχει μια ολοκληρωμένη μορφή. Είναι πακετάκι αχώριστο, πώς να το κάνουμε;

Σκέτο «σ’ αγαπάω» χωρίς την επιθυμία απάντησης λένε οι μαμάδες κι οι μπαμπάδες που αγαπάνε ανιδιοτελώς. Αυτοί που είναι ερωτευμένοι είναι κτητικοί κι εγωιστές και το ξέρεις.

Ναι, το απόλυτα συναισθηματικό ρήμα αποκτά τόσο εγωιστική μορφή αλλά έτσι το κάνει ο έρωτας. Ας μην μπλέξω και τις άλλες σχέσεις γιατί και σε ‘κείνες χρειάζεται η επιβεβαίωση. Μόνο που στον έρωτα δε χρειάζεται απλά, επιβάλλεται.

Γι’ αυτό, καλέ μου, όταν σου λέω «σ’ αγαπάω» θα μου λες «κι εγώ». Να το ξέρω, να το ακούω, να το χορταίνω. Αν πάψω να σου ζητάω κάτι τέτοιο θα έχουμε πρόβλημα, να το ξέρεις. Τότε, βλέπεις ή που θα σ’ έχω δεδομένο ή που θα σ’ έχω γραμμένο κι είναι κάτι που ούτε να το σκέφτομαι δε θέλω.

Προς το παρόν, άσε με να εκφράζω τους παραλογισμούς μου και κάτσε απόλαυσέ τους και όπως ξέρεις στον τρελό λέμε πάντα «ναι».

Θέλω να μου λες πως μ’ αγαπάς γιατί πιο πολύ απ’ όλα δε θέλω να μου περάσει η αγάπη μου για ‘σένα. Να μη χάσω την όρεξή μου να σου λέω «σ’ αγαπάω».

Και κάτι τελευταίο το «σ’ αγαπάω» να μου το λες έτσι ασυναίρετα γιατί η συναίρεση του το κάνει «σ’ αγαπώ» και το λιγοστεύει κι εγώ το θέλω ολόκληρο.

Μ’ αγαπάς ακόμη μετά απ’ όλα αυτά;

Επιμέλεια Κειμένου Σταυρούλας Φωτιάδου: Πωλίνα Πανέρη

 

Συντάκτης: Σταυρούλα Φωτιάδου