Είναι κάπως παράλογο να περιμένεις το Σάββατο για να ‘σαι ευτυχισμένος, δεν είναι; Κι είναι κάπως παράλογο να περιμένεις να ‘ρθει το καλοκαίρι γιατί είναι, λες, η αγαπημένη σου εποχή, δεν είναι; Κι είναι ακόμη πιο παράλογο να περιμένεις να ‘ρθει το βράδυ για να κάνεις κάτι που αγαπάς, δεν είναι;

Μα το πιο παράλογο απ’ όλα αυτά είναι πόσοι πολλοί άνθρωποι υπάρχουν γύρω μας και δίπλα μας που δε ζουν τη ζωή τους, μόνο περιμένουν. Δε ζουν το πρωινό της Δευτέρας, δε ζουν το μεσημέρι της Τετάρτης, ούτε καν τον Σεπτέμβριο, γιατί είναι μήνας περίεργος, λένε. Δεν τους νοιάζει η Τρίτη, δεν τους συγκινεί η Παρασκευή, ούτε η άνοιξη. Και κάποτε πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται κι εκείνος έτσι. Κάποτε γίνομαι σαν κι αυτούς, και δε μ’ αρέσει.

Γιατί αν ζεις τη ζωή σου περιμένοντας –κάτι, λίγη σημασία έχει τι–, τότε οι στιγμές σου θα γίνονται καπνός. Κι αν συνεχίζεις να ζεις τη ζωή σου περιμένοντας, τότε τι ζεις στ’ αλήθεια; Γιατί θα σου πω κάτι κι αν θέλεις το κρατάς. Αυτό το «κάτι» που περιμένεις, θα ‘ρθει. Πάντα θα έρχεται. Μα θα περνάει. Θα το ζεις, θα το ευχαριστιέσαι, μα θα φεύγει, θα εξατμίζεται και θα σου φαίνεται πως πέρασε σαν άμμος ανάμεσα στα δάχτυλά σου. Πάντα θα σου φαίνεται πως δεν ήταν αρκετό, πως ήταν λίγο, πως σε γέλασε, πως σε γέλασαν.

Μα η αλήθεια είναι πως κανείς δε σε ξεγέλασε, κι αν είναι ψάχνεις κάποιον για να ρίξεις τις ευθύνες, καλύτερα να τις ρίξεις στον ίδιο σου τον εαυτό. Διότι τόσο πολύ το περίμενες, τόσο ψηλά το έβαλες, τόσο όμορφο το έφτιαξες, που ξέχασες. Ξέχασες πως εμείς οι ίδιοι δίνουμε αξία στις στιγμές, στους ανθρώπους, στις περιπέτειες, στα ταξίδια, ακόμη και στα όνειρα. Εμείς οι ίδιοι χτίζουμε τα κάστρα μας, τις Κυριακές μας, τις θάλασσες και τα βουνά μας.

Να περιμένεις, λοιπόν, την Κυριακή –και βέβαια να την περιμένεις–, μα να ζεις και τη Δευτέρα και την Τρίτη σου. Να σταματάς να παίρνεις καφέ απ’ το αγαπημένο σου στέκι, κι ας ξυπνήσεις δέκα λεπτά νωρίτερα την Τετάρτη. Να βγεις την Πέμπτη, κι ας μην είναι Σάββατο.  Να περιμένεις το σουκού σου και να το ζήσεις στο έπακρο, μα να ζεις και τις καθημερινές σου.  Να ‘χεις προσδοκίες για ‘κείνη την Κυριακή, μα να μην ξεχνάς ποτέ πως η Κυριακή θα τελειώσει. Κι όταν τελειώσει, πρέπει να μπορείς να σε κάνεις ευτυχισμένο και τη Δευτέρα το πρωί.

Οι στιγμές μας έχουν μονάχα όση αξία τους δίνουμε εμείς. Και δεν είμαι εγώ που θα αποφασίσω πόση και πότε πρέπει να δίνεται η αξία, μα θέλω να σου πω πως μια ζωή αποτελείται από πολλές μικρές-μικρές στιγμούλες. Σαν γαντζωμένες όλες μαζί σε ένα από ‘κείνα τα μακριά σχοινιά που κρεμάμε τις Κυριακές τα ρούχα της μπουγάδας. Κι είναι ένα σχοινί –σχεδόν– ατελείωτο, με όλα τα χρώματα που μπορείς να φανταστείς.

Σιγά-σιγά, λοιπόν, το σχοινί σου ξεδιπλώνεται και πίστεψέ με δε θες να ‘χεις να θυμάσαι μόνο τρεις Κυριακές και δυο καλοκαίρια. Θα θέλεις να θυμάσαι χρόνια ατελείωτα, χειμώνες και φθινόπωρα.

Να τα απολαμβάνεις όλα, ακόμη και τις μέρες που το μόνο που θα ‘θελες ήταν να κουλουριαστείς στο κρεβάτι σου με ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι για συντροφιά.

Συντάκτης: Ναταλία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη