Από τα πρώτα μας κιόλας χρόνια, κατά τη γνωριμία μας με τον κόσμο, μαθαίνουμε να δεχόμαστε μερικές γενικές αλήθειες και να μεγαλώνουμε μ’ αυτές, άρρηκτα συνδεδεμένες στο λογισμικό μας. Αυτές οι αλήθειες ή γνώμες δε βρίσκουν καμία αντίσταση από τη μεριά μας, ακριβώς επειδή έχουν περαστεί τόσο μυστικά κι αθόρυβα που γίνονται ένα με την ίδια μας τη συνείδηση.

Το κομβικό σημείο που γίνονται πιο ορατές κι εξόφθαλμα ενοχλητικές είναι όταν καλούμαστε να δημιουργήσουμε τη δική μας προσωπική ταυτότητα. Κάπου εκεί στην εφηβεία μας αρχίζει η πραγματική αναγνώριση του κόσμου και για πρώτη φορά συμβαίνει με τα δικά μας μάτια κι όχι μέσα από τα μάτια των άλλων, που μέχρι την ηλικία αυτή συνηθίζαμε να βλέπουμε. Ανακαλύπτουμε τον εαυτό μας κι ερχόμαστε αντιμέτωποι με όλες εκείνες τις κοινωνικές νόρμες που μας έχουν μεγαλώσει. Σκέψεις, πολλές σκέψεις που δεν ξέρουμε καν αν μας ανήκουν. Προφανώς για πολλά χρόνια αποτελέσαμε εύφορο έδαφος για να φυτέψουν οι γύρω μας τους δικούς τους σπόρους και τώρα εμείς πρέπει να θερίσουμε ή να καταστρέψουμε τις καλλιέργειες αυτών. Ακούμε τις εσωτερικές φωνές να ουρλιάζουν μέσα μας κι απεγνωσμένα προσπαθούμε μέσα στη Βαβέλ να αναγνωρίσουμε τη δική μας. Να την εντοπίσουμε και να την αφήσουμε να μας οδηγήσει. Αυτός ο πύργος θ’ αποτελέσει και το σημείο εκκίνησης της δικής μας προσωπικής κούρσας στο μαραθώνιο της ζωής μας.

Όταν ο αγώνας ξεκινά, καταλαβαίνεις πως οι κοινωνικές επιταγές και τα πρέπει είναι πολλά. Πόσο δύσκολο είναι να τα προσπεράσεις και να επικεντρωθείς στα θέλω σου; Η συντηρητική κοινωνική πλευρά θέλει τη γυναίκα μητέρα και νοικοκυρά. Εντάξει, έχουν γίνει αγώνες για την ισότητα. Οι γυναίκες πια είναι ανεξάρτητες και μάχονται καθημερινά στον επαγγελματικό στίβο. Δε χρειάζονται έναν γάμο για να τις καθιερώσει και να τις καθορίσει. Αυτά θεωρητικά, γιατί στην πράξη, πόσο συχνά ακούμε τους άλλους να λένε, «άντε πότε θα παντρευτείς να κάνεις την οικογένειά σου; Θα περάσουν τα χρόνια και πότε θα κάνεις ένα παιδί;». Ατάκες που συναντούν ως αντίπαλο και τον άντρα, καθώς κι εκείνος πιέζεται να έχει μια κοινωνικώς αποδεκτή ζωή, ασχέτως του αν είναι κάτι που ο ίδιος επιθυμεί.

Πολύ συχνά λοιπόν το κοινωνικό γίγνεσθαι δεν περιορίζει τυπολατρικά μόνο τις γυναίκες αλλά και το αρσενικό φύλλο έχει εξίσου «πρέπει» να πορεύεται. Ο στρατός ίσως είναι κι εκείνο το πιο πονεμένο και θεμελιακά τυπωμένο πρέπει πάνω στις πλάτες των ανδρών. Εκείνος που δεν επιθυμεί να διατελέσει τα καθήκοντά του υπέρ πίστεως και πατρίδας, θεωρείται το λιγότερο αδύναμος. Σε μερικές περιπτώσεις ακόμη κι άνανδρος. Φυσικά το μέσο μέτρησης του ανδρισμού καθορίζεται από τη στρατιωτική πειθαρχία και πυγμή. Εκείνοι που ονειρεύονται έναν κόσμο ειρηνικό όπου ο στρατός θα ήταν αχρείαστος κι αποτελούν κομμάτι ενός διαφορετικού ιδεαλισμού, απορρίπτονται από την κατηγορία των «πραγματικών κι άξιων αρρένων». Όσοι δε χωρούν σε μια πράσινη στολή παραλλαγής και δύο μαύρες αρβύλες επειδή το μυαλό τους επιλέγει μια άλλη κουλτούρα, αποτελούν στίγμα στην κοινωνία που δε θέλησαν να θυσιάσουν -έστω εικονικά- τη ζωή τους για τα πάτρια εδάφη.

Τόσες κοινωνικές υποδείξεις, τόση καθοδήγηση στα όνειρα και τελικά πού είναι η ελευθερία μας; Πόσο εύκολα μπορούμε να παραμερίσουμε έναν κόσμο που βαλτώνει από σάπιες αντιλήψεις και να δημιουργήσουμε εκείνον τον κόσμο όπου ο καθένας θα μπορεί πραγματικά να επιλέγει τη δική του ζωή να τη ζήσει όπως νιώθει κι ονειρεύεται; Μάθετε λοιπόν, πως δεν είναι ανάγκη όλα τα παιδιά τελειώνοντας το σχολείο να μπουν σ’ ένα πανεπιστήμιο για να έχουν ένα χαρτί να δείχνουν στην κοινωνία ώστε ν’ αναγνωρίζονται ως ενεργές και σημαντικές προσωπικότητες. Δεν είναι απαραίτητο ένα ζευγάρι να ανέβει να σκαλιά της εκκλησίας για να ορκιστεί αιώνια πίστη κι αγάπη κι οι γύρω του να σέβονται την υπόσταση του κάθε συντρόφου στη σχέση. Δε γεννήθηκε κάθε γυναίκα για να γίνει μητέρα και κάθε άντρας για να είναι προστάτης μιας αγέλης.

Γεννήθηκαν άνθρωποι που θέλουν να ζήσουν τις δικές τους εμπειρίες, τις δικά τους όνειρα και τις δικές τους αγάπες. Το σημαντικό δεν είναι αν θ’ αποκλίνουμε από τους κανόνες που μας έμαθαν αλλά να μην αποκλίνουμε από τους δικούς μας, προσωπικούς στόχους. Η καταπίεση οδηγεί μόνο σε δυστυχείς φιγούρες πάνω σ’ έναν εξαντλημένο από τη μιζέρια κόσμο. Το μόνο «πρέπει» που δεχόμαστε να υπάρχει είναι στο δικαίωμα για ελευθερία, ασφάλεια, ισότητα κι αγάπη.

Συντάκτης: Μαρία Αθανασοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου