Ο έρωτας τους ήταν αμοιβαίος.

Κανένας απο τους δύο δεν χρησιμοποίησε παιχνίδια για να ρίξει τον άλλο. Συνέβησαν όλα απλά και φυσικά, όπως τα πράγματα που είναι γραφτό να συμβούν.

Τους δύο πρώτους μήνες της σχέσης τους δεν ξεκολλούσαν κυριολεκτικά ο ένας από τον άλλο. Στο εργένικο δυάρι του Στέλιου η Μαρίνα μπήκε και πήρε θέση και μάλιστα με τις ευχές του.

Χωριζόντουσαν μόνο για τις απαραίτητες δουλειές που δεν μπορούσαν να κάνουν μαζί.

Η Μαρίνα ένιωθε επιτέλους να «ανήκει» κάπου και ο Στέλιος ήταν ευτυχισμένος που είχε δίπλα του μια γυναίκα που θα μπορούσε να περάσει μια ζωή μαζί της.

Κανείς τους δεν σκέφτηκε πόσο γρήγορα συνέβησαν όλα.

Έρωτας μεγάλος απαντούσαν στις απανταχού ερωτήσεις. 

Το χρωματάκι του σκηνικού, αυστηρά ροζ και η μετατροπή του σε κόκκινο μια πινελιά δουλειά.

Όταν ο Στέλιος έπρεπε να ξεκινήσει επαγγελματικά ταξίδια, meeting και δείπνα η Μαρίνα σκύλιαζε στην κυριολεξία. Ξεκινούσε τις ερωτήσεις για το ποιός ή καλύτερα ποιά θα είναι μαζί του, αν ήταν ελεύθεροι οι υπόλοιποι της παρέας, γιατί δεν μπορούσε να παρευρίσκεται κι εκείνη μαζί του και άλλα τέτοια.

Στην αρχή ο Στέλιος το εκλάμβανε ως κολακεία.

Όσο να πείς, μια γυναίκα σαν την Μαρίνα που μπορούσε να έχει όποιον ήθελε, διεκδικούσε εκείνον, και σαν μικρό κοριτσάκι μιά θέση στη ζωή του παντού.

Εκείνο που άργησε να καταλάβει ήταν πως η Μαρίνα δεν διεκδικούσε απλά μία θέση.Απαιτούσε την κυριότερη και πιο σημαντική.

Έφευγε εκείνος από το σπίτι, ξεσήκωνε εκείνη ντουλάπια,συρτάρια και χαρτούρες να βρεί οτιδήποτε από το παρελθόν του. Φωτογραφίες, ερωτικά γράμματα, κάρτες, δώρα.

Ούτε και η ίδια ήξερε γιατί το έκανε.

Η λογική της έλεγε πως όλο αυτό δεν έχει κανένα νόημα και πως ο καημένος ο Στέλιος δεν της είχε δώσει και κανένα δικαίωμα, αλλά εδώ τον πρώτο λόγο είχε πάρει ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα για εκείνη. Ένα συναίσθημα που δεν ήταν ακριβώς ζήλια. Ήταν που ήθελε να ξέρει τα πάντα για εκείνον, να ξέρει κι αυτός τα πάντα γι’αυτή, να είναι ένα.

Ήθελε ο Στέλιος να της ανήκει ολοκληρωτικά.

Μετά τους πρώτους μελένιους μήνες, όχι πως μίκρυνε ο έρωτας αλλά ο Στέλιος είχε την υγιή ανάγκη να πέρασει κι ένα βράδυ με την αντροπαρέα. Να πιούν μπύρες, να μιλήσουν και γι’άλλα θέματα εκτός από τον έρωτα. Μάταια προσπαθούσε να εξηγήσει στην Μαρίνα πόσο φυσικό και ακίνδυνο ήταν αυτό για την σχέση τους.

«Ξέρω πολύ καλά τις βραδινές εξορμήσεις αντρών σε μπαράκια, όπως ξέρω και τις πρόθυμες γυναίκες που κυκλοφορούν εκεί, και ξέρεις πως το ξέρω; γιατί ήμουν κι εγώ μία από αυτές.»

Φώναζε και έσπαγε ότι έβρισκε μπροστά της, ξεστομίζοντας όποια κατηγορία της ερχόταν για τα ρεμάλια τους φίλους του, που τον παρασέρνουν ενώ εκείνος έχει μια σοβαρή σχέση.

Δεν ήθελε να την στεναχωρεί ο Στέλιος, την αγαπούσε.

Την έπαιρνε αγκαλιά μετά την κρίση κι εκείνη έκλαιγε σαν μικρό κορίτσι.

«Γιατί δεν σου φτάνω εγώ; τον ρωτούσε. Εγώ γιατί δεν έχω την ανάγκη να βγώ με τα κορίτσια; Γιατί δεν μπορούμε να είμαστε παντού μαζί;»

Ακύρωνε εκείνος την έξοδο με τους φίλους του κάποιες φορές κι άλλες την έπαιρνε μαζί του. Εκείνη ένιωθε ευτυχισμένη και δεν έβλεπε πόσο παράταιρη ήταν μέσα στο σκηνικό. Πόσο κακό έκανε σε εκείνον και στην σχέση τους. Με τα πολλά, η αντροπαρέα άρχισε να κόβει με τον Στέλιο.

«Δεν είναι που δεν συμπαθούμε την Μαρίνα ρε μαλάκα, αλλά όπως και να το κάνουμε δεν είμαστε άνετοι μπροστά της. Μία μέρα τη βδομάδα δηλαδή οι δικές μας πώς το δέχονται; Ξύπνα μαλάκα σε λίγο ούτε από το σπίτι δεν θα σε αφήνει να βγαίνεις!» 

Από τη μία θύμωνε ο Στέλιος με τους φίλους του κι από την άλλη με την Μαρίνα.

Ποτέ δεν είχε μπεί σε διαδικασία επιλογής μεταξύ των δύο και σίγουρα δεν ήθελε να το κάνει τώρα που πίστευε πως βρήκε το άλλο του μισό.

Την Μαρίνα πάλι την έψαχνε η γυναικοπαρέα αλλά δήλωνε ερωτευμένη.

Είχε αποφασίσει να αφήσει πίσω την παλιά της ζωή. Άλλαξε νούμερο μην και την βρεί κανένας παλιός φίλος απο τα μπαράκια που σύχναζε, στα κορίτσια έλεγε πως είναι καλοδεχούμενες στο σπίτι τους, αλλά για έξω ούτε λόγος.

Μια μέρα μαζεύτηκαν κι αυτές στο σπίτι τους μπας και την ταρακουνήσουν.

Της είπαν πως φέρεται αρρωστημένα, πως δεν έχει καμία σχέση η Μαρίνα που βλέπουν τώρα με την Μαρίνα που ήξεραν και πως αυτό θα το καταλάβει και ο Στέλιος αργά ή γρήγορα. Τις χαρακτήρισε ζηλιάρες και τις έβγαλε απο την ζωή της.

Το κόκκινο συννεφάκι άρχισε να σκουραίνει επικίνδυνα και να μετατρέπεται σε μαύρο.

Δεν την κατηγορώ την Μαρίνα. Όταν μέχρι τα 33 σου δεν έχεις ερωτευτεί ουσιαστικά ποτέ και σου έρχεται κατακέφαλα όλο αυτό που ξεσηκώνει το «είναι» σου, είναι αναμενόμενο το να μην ξέρεις πως να το διαχειριστείς.

Με τους άλλους ήταν εύκολο να παίζει τα γυναικεία της κόλπα γιατί στο παιχνίδι δε χωρούσαν συναισθηματισμοί. 

Εδώ ένιωθε να αλλάζει όλη της η ψυχοσύνθεση.

Ζήλευε ναι, αλλά ήταν κάτι παραπάνω από ζήλια όλο αυτό.

Ήταν ανασφάλεια, ήταν φόβος μη χάσει αυτό που είχε βρεί, ήταν ανάγκη να το πάει παρακάτω, ήταν που δόθηκε ολοκληρωτικά, ήταν που δεν ήξερε πώς να το κάνει σωστά και τελικά έγινε αρρώστια.

Ο Στέλιος όπως την καλοδέχτηκε στη ζωή και στο σπίτι του, έτσι αναγκάστηκε και να την διώξει.

Ούτε για εκείνον ήταν εύκολο γιατί ήταν ερωτευμένος, με τη διαφορά πως εκείνος ήξερε πως να το διαχειριστεί. Εκείνος έβλεπε την αρρώστια. Δεν ήθελε να τη χάσει από την ζωή του, αλλά δεν ήθελε να χάσει και τη ζωή που είχε επιλέξει πριν την Μαρίνα.

Εκείνη δεν μπορούσε να το σεβαστεί αυτό. Πλέον είχαν αποκοπεί από όλους και όσο κι αν την αγαπούσε, ήξερε πως αν συνεχίσουν στο τέλος θα την μισούσε.

Στους μήνες που ακολούθησαν τον χωρισμό τους λίγο έλειψε να της σαλέψει κυριολεκτικά της Μαρίνας. Ας είναι καλά οι φίλες που είχε ξεγράψει τόσο εύκολα από τη ζωή της.

Τη μαζέψαν από τα πατώματα, την τάισαν γιατί είχε γίνει σαν σκιάχτρο και της έκλεισαν ραντεβού σε ψυχολόγο. Σιγά σιγά συνήλθε και επέστρεψε στους καθημερινούς της ρυθμούς. Κάθε που άκουγε νέα του Στέλιου όμως, ένιωθε μέσα της να ξυπνάει η εμμονή.

Της φαινόταν αδιανόητο να μαθαίνει να νέα του από αλλού!

Δυο χρόνια μετά. σε μιά βραδυνή της εξόρμηση στα μπαράκια, συνάντησε το Στέλιο.

Ανταλλάξανε ματιές από μακριά, εκείνος της έστειλε ποτό, της χαμογέλασε με νοσταλγία και την πλησίασε για να μιλήσουν.

Ένα βήμα ακόμα και ήξερε σε τι θα κυλούσε πάλι και είχε δουλέψει πολύ σκληρά για να φτάσει εκεί που ήταν.

Σήκωσε το ποτήρι της, του γνέψε στην υγειά του, πήρε απο το χέρι τον διπλανό τύπο στο μπαρ και χάθηκε κάπου στις νυχτερινές περιπλανήσεις, που της ήταν γνωστές και ακίνδυνες.

Σε αυτές χωρίς καρδιά.

 

Συντάκτης: Βούλα Ραπτούδη