Υπάρχουν κάποιες βραδιές, που τις βαπτίσαμε ήσυχες, εκείνες που αθόρυβα έρχονται και σε βοηθούν ν’ ανακαλύψεις τρόπους ώστε να θεραπευτούν οι πληγές στην ψυχή. Κάθε γρίφος, πρώτα εντοπίζει τη λύση του κι υστέρα γεννάται σαν πρόβλημα. Έτσι κι εγώ επουλώνω τις πληγές που δημιούργησα, λάθη που δεν έπρεπε να κάνω κι όμως τα έκανα.

Επιλογές που δεν έπρεπε να κάνω, κι όμως αποφάσισα μετρώντας τις μέρες, τους μήνες, τα χρόνια που περάσαμε μαζί. Εσύ μοιάζεις πια σαν μια ξεθωριασμένη φωτογραφία που στέκεσαι σε μια άκρη του μυαλού μου για να σε βλέπω και να με βλέπεις. Για να παραδεχθώ το λάθος που έκανα με το να πιστέψω, ότι θα πάρουν σάρκα κι οστά όλα όσα ονειρευτήκαμε για μας.

Ξεπέρασα τις όποιες δυσκολίες, επειδή ήθελα ν’ ανταποκριθώ στην πρόκληση και να δημιουργήσω ένα ιδιότυπο ισοζύγιο δυσκολιών και λύσεων, ισοζύγιο σφαλμάτων και σωστών. Ο χρόνος, σύμμαχος μου καθώς γίνεσαι με το πέρασμά του μια ανάμνηση. Κάθεται δίπλα μου, στην πολυθρόνα ξεκινώντας τη διαδικασία απομυθοποίησης.

Το βλέμμα μου έπαυσε να παραμένει χαμένο, να κοιτά πάνω-κάτω, δεξιά κι αριστερά απαιτώντας να θυμηθεί κάτι σημαντικό, κάτι ξεχασμένο, ένα μυστικό και μια αθέατη αλήθεια. Ανοίγουν οι θύρες του μυαλού μου για να ξεχυθούν γεγονότα με σκοπό ν’ αδειάσουν οι κατεκτημένες μας στιγμές. Αφήνονται να πέσουν στο δάπεδο σχηματίζοντας ένα λεκέ, που επεκτείνεται βεβιασμένα και περίτεχνα ανακαλύπτοντας στην αντανάκλασή του τον έρωτά μας, που τελικά παιζόταν στα παρασκήνια.

Συνεχώς ο φωτισμός μεταξύ μας γινόταν όλο και χαμηλότερος για να μην αναγνωρίζονται τα χαρακτηριστικά των προσώπων μας, όταν μιλούσε ο ένας για τον άλλον. Υπήρχε ένα φως πάντα πίσω μας, στάσιμο που το βλέπαμε να μην μας συνοδεύει. Σταματήσαμε μήπως μας φτάσει, αλλά δε μας προσέγγισε ποτέ και φοβήθηκα, επειδή δεν έμαθα ποτέ να ζω βυθισμένος στο σκοτάδι. Είχα γαντζωθεί απ’ ότι φαίνεται σε μια λάθος καρτερικότητα μαζί σου.

Στο τέλος, απλώς ανασαίναμε κι ακούγαμε τους ήχους της συνήθειας. Μόνο αυτοί είχαν απομείνει να ποθούμε. Ξέρεις, τους ήχους εκείνους τους ακούμε μόνο με κλειστά τα μάτια μέσα σε κάποιο όνειρό μας, απαιτώντας από εμάς να τους ιχνογραφήσουμε στο μυαλό για να δημιουργηθεί ένα αποτύπωμα, ένα σημάδι ή μια ουλή που θα παραμείνει για πάντα εκεί, να μας θυμίζει όλα αυτά που κερδίσαμε, όλα αυτά που χάσαμε.

Και τώρα τι μπορείς να μου πεις κι εσύ; Δε φταις σε τίποτα. Το λέω αυτό, γιατί δε θέλω να σε κατηγορήσω ή απλώς επειδή δεν αντέχω την παραδοχή του λάθους; Προς το παρόν, δεν έχω απάντηση. Ταυτόχρονα ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι και μαζί φτάσαμε στο τέλος απελευθερώνοντας πίσω οτιδήποτε θα κατάφερνε να μας έκανε να μέναμε μαζί.

Σταμάτησα πλέον να σε σκέφτομαι, να βασανίζω με ερωτηματικά την ψυχή μου. Μπορεί να αισθάνομαι ωραία, μπορεί και όχι. Πάντως θα κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι μου να μη μάθεις πώς νιώθω. Όχι από εγωισμό ή εκδίκηση, αλλά επειδή αυτή είναι η πορεία προς τα μπροστά. Ενας δρόμος που επιβάλλεται να τον περπατήσω παρέα με τον εαυτό μου. Κατ’ αυτό τον τρόπο θα μπορέσω να συνεχίσω. Αν είναι λάθος ή σωστό δεν το ξέρω.

Το μόνο που γνωρίζω είναι ότι και τα δύο είναι εδώ. Το όνειρο κι ο εφιάλτης, ο έρωτας και η μοναξιά. Εκείνο που χρειάζομαι από σένα, καθώς θα εξαλείφεσαι από τη σκέψη μου είναι ν’ αναγνωρίσεις την επιμονή μου να παραμένω στο προσκήνιο. Όλα ξάστερα, όλα ειπωμένα, όλα φανερά, γιατί ο έρωτας αγνοεί τις στρατηγικές.

Έτσι έπραττα, έτσι πράττω κι έτσι θα πράττω. Δε μετανιώνω ποτέ για τίποτα, ζω με πάθος όλες τις επιλογές μου, ακόμη κι εκείνες που αποδεικνύονται κατώτερες των περιστάσεων. Όπως και να ’χει, ήσουν ένα απ’ τα λάθη που δεν έπρεπε να κάνω κι όμως το έκανα, χωρίς να λογαριάσω τίποτα και κανέναν. Ένα λάθος που αφέθηκα ολοκληρωτικά στην πλάνη του.

 

Επιμέλεια κειμένου Δημήτρη Μπότη: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Δημήτρης Μπότης