Η ώρα δέκα και έχω ακόμη ταξίδι μπροστά μου. Πίνω μια γουλιά καφέ και σηκώνομαι να βγω έξω για ένα τσιγάρο. Η θάλασσα το βράδυ με τρομάζει. Βλέπω τα κύματα να σκάνε στο πλάι του καραβιού σαν μαύρες σκιές που με καταδιώκουν, αλλά είμαι πολύ ψηλά για να με φθάσουν. Το να χαζεύω τη θάλασσα μου άρεσε από μικρή, περισσότερο από το να βουτάω μέσα της και να βλέπω κάτω από την επιφάνειά της. Ο κρύος αέρας φέρνει τα μαλλιά στο πρόσωπό μου και με δυσκολία ανάβω αυτό το τσιγάρο.  

Τώρα ηρεμία, εγώ και τα κύματα να ακουμπάνε επιθετικά το πλοίο. Είναι αυτές οι στιγμές που θέλεις να αδειάσεις, να βγάλεις από σώμα και μυαλό κάθε σκέψη, κάθε βάρος. 

«Έχεις φωτιά;» φωνή ανδρική, βραχνή. Γυρίζω πίσω να δω από που προέρχεται, αλλά λίγο το σκοτάδι, λίγο τα μαλλιά που λόγω αέρα μπήκαν μπροστά στο πρόσωπό μου, δεν βλέπω τίποτα. 

«Από την άλλη μεριά.» ξαναλέει. Γελάω με τον εαυτό μου και βγάζω τον αναπτήρα από την τσέπη μου.  

Τρεις ώρες, ένας καφές και δέκα τσιγάρα μετά είμαστε ακόμη μαζί στο κρύο αντιμέτωποι με τον μανιασμένο αέρα.

Το όνομά του Παύλος και γυρίζει σπίτι του για γιορτές. Συζητάμε για σπουδές, δουλειές, ταξίδια και ζωές. Αυτές τις δυο ζωές που μέχρι τώρα δεν είχαν συναντηθεί και ούτε περίμεναν να υπάρξει κάποιο σημείο συνάντησης στον χάρτη τους. Μ’ αρέσουν αυτές οι γνωριμίες, μπορείς να μιλάς ξάστερα χωρίς μάσκες και καλλωπισμούς του χαρακτήρα σου, δεν σε νοιάζει αν θα αρέσεις στον άλλον. Σταματάς για λίγο να σκέφτεσαι με βάση τον εντυπωσιασμό, βγάζεις τον χαρακτήρα σου γυμνό προς τα έξω, γιατί δεν ενδιαφέρεσαι για την άποψη ενός αγνώστου. Πολλές ομοιότητες και αρκετές διαφορές μετά, ένιωσα κάτι, αυτό το ύπουλο σκίρτημα που αποφεύγω να νιώθω, καθώς τα λόγια μας γλύκαιναν. 

Ποτέ δεν πίστεψα πραγματικά στον έρωτα με την πρώτη ματιά. Ο έρωτας θέλει επιμονή, υπομονή και επεξεργασία, για μένα είναι όλο πρακτικά. Τώρα, όμως κάθομαι εδώ και χάνομαι σε δυο μάτια ξένα. Δυο μάτια που μέχρι σήμερα το πρωί δεν ήξερα καν ότι υπάρχουν. Θέλω να φωνάξω, «ξύπνα» στον εαυτό μου μα δεν μπορώ.

Πάλλομαι ανάμεσα στο χαμόγελο που δεν φεύγει από τα χείλη μου και τα ερωτηματικά που θέλω να απαντήσω στο κεφάλι μου. Κοιτάω την θάλασσα στο βάθος της και βλέπω πάλι το απέραντο σκοτάδι, αυτό που σε κάνει να χάνεσαι και να νιώθεις ένα τίποτα μπροστά του. 

Αφέθηκα στο άγνωστο και περπάτησα στα μονοπάτια του. Αισθάνθηκα δύο χείλη να ακουμπάνε τα δικά μου παγωμένα, επιζητώντας μια ζεστή ανάσα. Σώματα μπλεγμένα σαν κουβάρι, εμπόδιο στην ομαλή πορεία του αέρα. Ένα σενάριο στο πίσω μέρος του μυαλού σου που δεν περίμενες ποτέ να βγει επί σκηνής. Τώρα καλείσαι να το ζήσεις. Κάποιες φορές, η σανίδα σωτηρίας που περιμένεις να πάρει τα βάρη από πάνω σου είναι ο έρωτας. Αναπάντεχος, τυχαίος και ακαριαίος.  

Με τον Παύλο είδαμε την Ανατολή αγκαλιασμένοι, δεν ξαναγυρίσαμε στο σαλόνι του πλοίου και δεν ήπιαμε άλλον καφέ. Δε θελήσαμε να χάσουμε στιγμή της γνωριμίας μας, αυτού του γλυκού πρώτου ενθουσιασμού που σε κάνει να μην σκέφτεσαι τίποτα άλλο για μέρες. Δε σταματήσαμε να φιλιόμαστε λες και θέλαμε να πάρουν σχήμα τα χείλη μας, αυτό των φιλιών μας. Είδαμε το λιμάνι των Χανιών με ένα μικρό παράπονο που κανένας μας δεν έβγαλε προς τα έξω. Την ώρα των αποσκευών χαθήκαμε ανάμεσα στον κόσμο, όπως είχαμε συμφωνήσει.

Ο κάθε έρωτας έχει  το χρόνο και τον χώρου του, κάθε άγγιγμα την ιδιότητά του και κάθε φιλί την μαγεία του. 

Άγνωστες οι προθέσεις του έρωτα. Τον φανταζόμαστε όλοι σαν ένα μικρό άγγελο που τρέχει δεξιά και αριστερά για να ρίξει ένα βέλος σε εσένα την ώρα ακριβώς που δεν το θέλεις. Θα σε πετύχει την στιγμή που ανταλλάσσεις ένα καθημερινό και τυχαίο βλέμμα με τον άγνωστο που βλέπεις στο μετρό ή με αυτόν που κάθεται τώρα δίπλα σου και δεν μπορείς πια να ξεκολλήσεις τα μάτια σου από πάνω του.

Έτσι, ύπουλα και κατακούτελα σε χτυπάει σαν την γρίπη που σε πιάνει με τις πρώτες εμφανίσεις του χειμώνα.

Άγνωστοι ή και γνωστοί, τυχαίοι ή και σχεδιασμένοι, μα πάνω απ’ όλα έρωτες.

 

Συντάκτης: Δανάη Νάκου