Ως άνθρωποι, γενικά, προσπαθούμε με κάθε τρόπο να ενταχθούμε σε κοινωνικά σύνολα, είτε προβάλλοντας αυτό που είμαστε, με κάποιες υποχωρήσεις, είτε προβάλλοντας κάτι που δεν είμαστε, προκειμένου να γνωρίσουμε την κοινωνική αποδοχή. Μέσω των social media γίνεται αντιληπτό ότι η δεύτερη εκδοχή γίνεται όλο και πιο γνώριμη κι οικεία.

Πρώτα εστιάζουμε στα δυνατά μας στοιχεία, είτε σε αυτά που πιστεύουμε ότι έχουμε είτε σε αυτά που μας έχουν προσδώσει οι άλλοι. Σίγουρα, οι κοντινότεροι κύκλοι είναι αυτοί που μας καθοδηγούν προς μια πιο αληθοφανή εικόνα του εαυτού μας. Είναι ειλικρινείς και μέσα από συζητήσεις κάνουν διακριτή την άποψή τους για εμάς. Όμως, δεν εστιάζουν πάντα στην εξωτερική εμφάνιση αλλά και σε μία εσωτερική σύνοψη του εγώ μας. Επιδιώκουν να μας αφυπνίζουν για οποιαδήποτε αλλαγή ανιχνεύουν κι είναι οι πρώτοι που θα μας δονήσουν. Βέβαια, όλα αυτά δεν αρκούν, παρά το μόνο που μένει στο τέλος είναι η δική μας άποψη για μια εικόνα που υποκειμενικά αλλάζει συνεχώς παραστάσεις.

Μέσω των social media προβάλλουμε την επιθυμητή για εμάς εκδοχή του εαυτού μας. Αυτό ανταποκρίνεται σε ένα μεγάλο μέρος των χρηστών που επιδιώκουν την επισκεψιμότητα στα προφίλ τους απλά επιδεικνύοντας τα χαρακτηριστικά που θέλουν να δείχνουν. Εκθέτουν μέρη του σώματός τους για να κερδίσουν μια μερίδα likes που δε θα χρησιμεύσουν σε κάτι, παρά στην ικανοποίηση του εγωισμού του καθενός. Αυτή η τάση ίσως να απορρέει απ’ τα κλασικά πλέον πρότυπα που προωθούνται στα social. Διάσημοι με πανάκριβα αμάξια, καλή ζωή και προσεγμένο φαγητό σε stories είναι μερικά απ’ τα πλέον φυσικοποιημένα στερεότυπα που αναδύονται σε μία διαδικτυακή κοινωνία. Καμία φυσική επαφή, απλά ένα είδος ηδονοβλεψίας, ένα είδος οφθαλμόλουτρου που απογοητεύει σε κάθε ζωντανή επαφή.

Συνέπεια τέτοιων τάσεων είναι η σύγκριση προσώπων και της ποιότητας ζωής τους. Όποιος κάνει τις πιο εκθαμβωτικές κοινοποιήσεις ελκύει τα βλέμματα κι ακολούθως πληθώρα κοινωνικών συνόλων, αλλά είναι αληθινό; Η ποσότητα κερδίζει την ποιότητα. Η σκιαγράφηση χαρακτήρων απ’ τα προφίλ τους επισημαίνει μία μη ποιοτική σύγκριση. Οι χρήστες μπαίνουν στη διαδικασία σύγκρισης ξοδεύοντας περισσότερα από όσα μπορούν να δώσουν, προκειμένου να κάνουν την ονειρεμένη ζωή των προτύπων τους. Έτσι, κερδίζουν το δικό τους κοινό κι αναγκαστικά μπαίνουν στο τριπάκι να ανανεώνουν διαρκώς το υλικό τους, γιατί αλλιώς θα χάνουν το κοινό τους και δε θα μπορούν να προσθέτουν άλλο.

Συνεπώς, φυσικό επόμενο είναι η παραμέληση κοντινών μας κύκλων. Αποτέλεσμα αυτής της τάσης είναι μια μορφή αγχωτικής διαταραχής κι εμμονής, το διαρκές άγχος να αναζητάμε με κάθε τρόπο και μέσο την προσοχή και την κοινωνική αποδοχή, γιατί πιθανότατα να μην μπορούμε να την κερδίσουμε διαφορετικά ή να σκεφτόμαστε ότι δεν μπορούμε.

Η προσωπική απομόνωση από φυσικές παρουσίες ίσως να μας καθησυχάζει, γιατί ξεφεύγουμε από πραγματική κριτική. Η δυνατότητα να κάνουμε απλά likes και σχόλια, τα οποία δε μένουν πάρα μόνο αν τα επιλέξει ο κάτοχος του προφίλ, καθιστά τον χρήστη ικανό να απομονώνει μονάχα τη θετική κριτική που τον εκθειάζει και τον προκαλεί να κάνει την υπέρβαση για να κερδίσει την αποδοχή που ίσως δε δύναται να τη διεκδικήσει στην πραγματική ζωή. Σαν αποτέλεσμα, το μοίρασμα να γίνεται με ανθρώπους που δεν αποδέχονται κάποιον για το «είναι» αλλά για το «φαίνεσθαι».

Συντάκτης: Θεόδωρος Σωτηρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη