Στο βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες, το 45% των ανθρώπων τοποθετεί τον φόβο της ομιλίας μπροστά σε κοινό πιο πάνω από τον φόβο του θανάτου(!). Φοβερό;

Η ιδέα να κάνεις κάποιες παρουσιάσεις ή ομιλίες μπροστά σε κόσμο, μπορεί να σε κάνει και σένα να νιώθεις τουλάχιστον άβολα. Έχει αποδειχθεί ότι ο περισσότερος κόσμος τρομάζει, όταν πρόκειται να μιλήσει δημόσια, σε κοινό, ακόμα κι αν αυτό απαρτίζεται από άτομα, τα οποία δεν του είναι εντελώς άγνωστα.

Για να ανακουφιστείς θα πρέπει να ξέρεις ότι το συναίσθημα αυτό θεωρείται φυσιολογικό και έχει τις ρίζες του στην ανθρώπινη βιολογία. Πριν από χιλιάδες χρόνια, λοιπόν, ο αποκλεισμός ενός ανθρώπου από τη φυλή και την κοινωνική ομάδα στην οποία ανήκε, σήμαινε και το θάνατό του, δεδομένου ότι θα έπρεπε να παλέψει μόνος του απέναντι στις δυνάμεις της φύσης. Τότε το συναίσθημα αυτό που τότε συνέβαλε στην επιβίωσή μας, σήμερα μας εμποδίζει να κάνουμε εύκολα τη δουλεία μας, να πετύχουμε τους στόχους μας και να είμαστε λειτουργικοί στην καθημερινότητά μας.

Και για να ανατρέξουμε και λίγο στις έρευνες του παρελθόντος, οι ψυχολόγοι Norman Triplett και Floyd Allport, ασχολήθηκαν εκτενώς με την επίδραση της παρουσίας τρίτων στην εκτέλεση ενός έργου, και κατ’ επέκταση μιας ομιλίας μπροστά σε κοινό. «Κοινωνική διευκόλυνση» ονομάστηκε το φαινόμενο κατά το οποίο οι άνθρωποι τείνουν να βελτιώνουν την απόδοσή τους σε ένα καλά μαθημένο/εύκολο έργο και να κάνουν χειρότερη την απόδοσή τους σε ένα δύσκολο ή ανεπαρκώς μαθημένο, εξαιτίας της απλής παρουσίας ατόμων στον ίδιο χώρο.

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι με τον όρο «απλή παρουσία» εννοούμε την παρουσία ενός εξ’ ολοκλήρου παθητικού κοινού, το οποίο είναι μόνο σωματικά παρόν. Με πιο απλά λόγια πρόκειται για την περίπτωση που εσύ κάνεις πρόβες στο δωμάτιό σου, παίζοντας ένα κομμάτι στο πιάνο και τυγχάνει να είναι στο δωμάτιο η μητέρα σου, η οποία εκείνη την ώρα ασχολείται με κάτι άλλο, χωρίς να έχει την προσοχή της στραμμένη πάνω σου.

Και επειδή τα φαινόμενα παρουσίας κοινού απασχόλησαν για πολλές δεκαετίες τους κοινωνικούς ψυχολόγους, υπάρχει και μια άλλη θεωρία που ίσως εξηγεί το φαινόμενο της κοινωνικής διευκόλυνσης ή αντίστοιχα της κοινωνικής αναστολής. Φαντάσου και πάλι ότι προσπαθείς να παίξεις ένα κομμάτι στο πιάνο, αλλά είσαι αρχάριος με πολύ μικρό ρεπερτόριο και εμπειρία σε μουσικά κομμάτια. Υπάρχει ένα κομμάτι που όταν το παίζεις μόνος σου, σού φαίνεται ιδιαίτερα εύκολο, μιας και το έχεις μάθει πολύ καλά και σχεδόν ποτέ δεν κάνεις λάθη. Αν χρειαζόταν να παίξεις αυτό το κομμάτι μπροστά σε κοινό -γιατί όχι και σε φίλους σου;- πιθανότατα η απόδοσή σου θα βελτιωνόταν αισθητά. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει και ένα κομμάτι, στο οποίο όταν κάνεις πρόβα μόνος σου, δυσκολεύεσαι, μιας και δεν έχεις κάνει ιδιαίτερη εξάσκηση και έτσι σχεδόν ποτέ δεν το παίζεις σωστά. Αν έπαιρνες την απόφαση να καλέσεις τους φίλους σου σπίτι και να τους παίξεις αυτό στο πιάνο, μάλλον θα απογοητευόσουν τόσο εσύ όσο κι αυτοί, και η απόδοσή σου θα ήταν πολύ χειρότερη απ’ ό,τι όταν παίζεις μόνος στο δωμάτιό σου.

Όλα αυτά όμως δεν πρέπει να σου φαίνονται καθόλου περίεργα, μιας και η «Θεωρία των Ορμών» του Robert Zanjoc, έρχεται να μας δώσει τις πολυπόθητες εξηγήσεις. Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι η παρουσία άλλων ανθρώπων κατά την εκτέλεση μιας δραστηριότητας, όπως είναι μια ομιλία, η θεατρική πράξη ενός μονολόγου ή η επίδοσή μας σε ένα ατομικό άθλημα μάς κάνει να μπαίνουμε σε μια κατάσταση εγρήγορσης και ετοιμότητας, ενστικτωδώς. Αυτή λοιπόν η διέγερση λειτουργεί ως ορμή, ωθώντας μας να προβούμε σε εκείνη τη συμπεριφορά που αποτελεί την κυρίαρχη απόκρισή μας, η οποία είναι η πιο καλά μαθημένη και η πιο συνηθισμένη στη δεδομένη κατάσταση. Έτσι, αν στο έργο που καλούμαστε να επιτελέσουμε έχουμε εξασκηθεί, η παρουσία κοινού θα προκαλέσει βελτίωση στην απόδοσή μας. Αντίθετα, αν δεν έχουμε αναπτύξει τις ανάλογες δεξιότητες γι’ αυτό που καλούμαστε να κάνουμε, η κοινωνική παρουσία θα μειώσει αισθητά την απόδοσή μας.

Ωστόσο, τα νέα είναι καλά και οι ειδικοί λένε ότι μέσα από πρόβες, επαναλήψεις και σοβαρή μελέτη του αντικειμένου που πρόκειται να παρουσιάσουμε, μπορούμε να εξαλείψουμε τον φόβο αυτό. Μάλιστα, στην περίπτωση μιας δημόσιας ομιλίας, καλό είναι να είμαστε -όσο το δυνατόν- άριστοι γνώστες του θέματος, το οποίο θα παρουσιάσουμε και ετοιμοπόλεμοι για κάθε είδους ερώτηση ή απορία. Επίσης, ίσως θα ήταν αρκετά βοηθητικό να απομνημονεύσουμε ένα εισαγωγικό κείμενο για την ομιλία μας προκειμένου να κερδίσουμε από την αρχή την προσοχή του κοινού, ενώ η ιδέα του να αναμείξουμε τα στοιχεία μας με περισσότερο συναισθηματικά φορτισμένες λέξεις, χρησιμοποιώντας ιστορίες και μεταφορές, ώστε να δημιουργήσουμε εικόνες στο μυαλό του κοινού, φαίνεται άκρως ενδιαφέρουσα. Μπορείς να δοκιμάσεις επίσης να μιλάς αργά και να κάνεις περισσότερες παύσεις ανάμεσα στις προτάσεις σου, γεγονός που θα σε κάνει να δείχνεις πιο σίγουρος ομιλητής, αλλά και να αποφύγεις πολλές χασμωδίες (δηλαδή τα λεγόμενα «εεε» και «ααα» που σχεδόν όλοι κάνουμε σε μια ομιλία). Και φυσικά μην ξεχάσεις να είσαι ένα κλικ πιο καλά ντυμένος από το κοινό που θα έχεις μπροστά σου, χωρίς όμως να έχετε και μεγάλη διαφορά.

Αυτό που έχει σημασία είναι να αποκτήσει κανείς τη μέγιστη εμπειρία και εξοικείωση με μια δραστηριότητα, ώστε το αρχέγονο συναίσθημα του φόβου και του πανικού να σταματήσει να τον στοιχειώνει. Από τη στιγμή που θα συμβεί αυτό, θα διαπιστώσουμε  ότι το να παρουσιάζουμε μια εργασία ή ένα έργο γενικότερα, σταδιακά μπορεί να γίνει μια απολαυστική διαδικασία που ολοένα και θα μας απελευθερώνει και θα μας δημιουργεί μια αίσθηση αυτοπεποίθησης και ικανοποίησης.

Συντάκτης: Ειρήνη Μακρινού
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.