Ακούγεται στο πίσω μέρος του μυαλού σου μια σειρήνα. Όσο πάει και δυναμώνει, όσο πάει και σε ταράζει.
Ανοίγεις τα μάτια σου.
Ξύπνησες.

Χτυπά το ξυπνητήρι του, αλλά δε γυρνά να το κλείσει. Το κλείνεις εσύ. Δίπλα σου, ροχαλίζει ακόμα. Τον χαζεύεις ένα λεπτό. Τι ωραίος που είναι, τι ήσυχος όταν κοιμάται. Πόσο τον αγαπάς!

Σηκώνεσαι ήσυχα απ’ το κρεβάτι. Μην τον ξυπνήσεις, έχει ακόμα μερικά λεπτά ύπνου, και βαδίζεις όσο πιο αθόρυβα μπορείς προς την κουζίνα. Βάζεις να φτιάξεις καφέ, να βρεις και τίποτα να βάλει στο στόμα του, μη φύγει έτσι για δουλειά. Κι αν δουλεύεις εσύ, δευτερευούσης σημασίας είναι. Είναι απλά για να περνάς την ώρα σου, να μη βαριέσαι, μέχρι να αξιωθείς να του κάνεις τους απογόνους.

Τι να την κάνεις, άλλωστε, τη δουλειά; Ο ρόλος της γυναίκας είναι να παντρευτεί και να γίνει μητέρα, να μεγαλώσει τα παιδιά της και να είναι υπάκουη και ταπεινή σύζυγος. Tα αριστεία, οι σπουδές σου κι η υπέροχη δουλειά σου ήταν αποκλειστικά και μόνο ώστε να κάνεις διασυνδέσεις, εξάλλου, για να γνωρίσεις εκείνον τον επιφανή και πετυχημένο άντρα, που θα σου προσφέρει μια ζωή. Το ήξερες ότι, όποια κι αν ήταν η διαδρομή, ο προορισμός σου ήταν ένας· το παστίτσιο σου να βάζει κάτω της γειτόνισσας, να ξέρεις πώς να διπλώνεις τα ρούχα του χωρίς να αφήνεις τσαλάκες και να είναι τόσο καθαρό το σπίτι σου που ακόμα κι αν έχεις πεθερά με τέλεια όραση, νεότατη, να μη βρει σκόνη σε καμιά γωνία και καμία επιφάνεια. Το κοκκινιστό σου είναι το καλύτερο της παρέας, οπότε το «Λίαν Καλώς» του πτυχίου περιττεύει.

Ευνουχισμός του άνδρα, σου έμαθαν, είναι να είναι πιο πετυχημένη από αυτόν επαγγελματικά η γυναίκα δίπλα του. Αν βγάζεις περισσότερα χρήματα από αυτόν, τον καθιστάς περιττό, δεν είναι ο κουβαλητής της οικογενείας. Τι θα κάνει αυτός; Θα βάλει ποδιά, να μείνει σπίτι, να καθαρίζει και να μαγειρεύει; Δεν έχει την υπομονή για αυτό, δεν είναι θέση του.

Το βλέπεις καθώς περπατάς στον δρόμο. Ελάχιστοι οι μπαμπάδες έξω με τα παιδιά τους. «Τεμπέληδες κι ανεπρόκοποι, δε δουλεύουν αυτοί, έστειλαν τη γυναίκα για δουλειά» θα έλεγε ο μπαμπάς σου. Ακόμα κι αυτοί, όμως, δεν κοιτούν τα πιτσιρίκια τους που έχουν κάνει λαμπόγυαλο την καφετέρια αλλά εσένα που περνάς. Κάποιος σφυρίζει, κάποιο χυδαίο σχόλιο ακούγεται –έβαλες φούστα, φυσικά, γιατί να σκας καλοκαιριάτικα εσύ;–, ο άλλος που σε προσπερνά, περπατά τόσο κοντά σου που ίσα που δε σε αγγίζει. Τον αισθάνεσαι, όμως, να γυρνά και να σε κοιτά, κι ας είναι στραμμένη σε αυτόν η πλάτη σου.

Δε λες τίποτα, σαφώς. Να τους προκαλέσεις περισσότερο; Τον αγνοείς και συνεχίζεις στον δρόμο σου. Συνηθισμένη πια, έτσι είναι τα πράγματα, έτσι ήταν πάντα. Έμαθες από μικρή να το διαχειρίζεσαι. Ο πατέρας σου πάντα σου έλεγε να μη γυρνάς όταν σε σχολιάζουν ή όταν σφυρίζουν. Μια κυρία ποτέ δε γυρνά. Και, εννοείται, ποτέ μα ποτέ δε σταματά.

Το κυριότερο μάθημά σου, ένα που ξεκίνησε η μάνα σου να σου κάνει από τη μέρα που καταλάβαινες τι σήμαινε το «Πρόσεχε πώς κάθεσαι με τη φούστα σου!», ήταν να υιοθετήσεις μια συμπεριφορά αποδεκτή, να είσαι «καλή κοπέλα». Σταύρωσε τα πόδια σου στον αστράγαλο, μη φανεί πολύ μπουτάκι, και το ντεκολτέ, ίσα-ίσα ανοιχτό, να προκαλεί χωρίς όμως να δώσεις δικαιώματα, γιατί τα πέταξες όλα έξω. Αυτές οι εξώλης και προώλης τα φταίνε, πηγαίνουν γυρεύοντας, ζητάνε σεξ.

Πέφτεις κι εσύ στην παγίδα. Το καταλαβαίνεις εκ των υστέρων, εφόσον ήδη το έχεις κάνει το σχόλιο, όταν ήδη έχεις κατηγορήσει μια πιο απελευθερωμένη συμπεριφορά, όταν κοιτάς με επικριτικό βλέμμα εκείνη την κοπέλα που φαίνεται ότι τίποτα από αυτά δεν τη νοιάζει. Ζηλεύεις λίγο την ανεμελιά της, ίσως και την αδιαφορία που έχει αναπτύξει απέναντι σε όλα αυτά. Ξέρεις το σωστό. Αλλά μπερδεύεται συχνά το τι ξέρεις με το τι σου έχουν μάθει από παιδί.

Δε σου είπε κανείς, ποτέ, ότι δεν έχει να κάνει με το φύλο. Δε σου εξήγησε κανείς ότι σεξιστής ή μισογύνης, δεν είναι μόνο ο άντρας. Δε διευκρίνισε κανείς ότι η ίδια σου η συμπεριφορά, η ίδια σου η νοοτροπία, συμβαδίζει με ένα κοινωνικό κατεστημένο που θέλει να κρατά τα θηλυκά σε θέση κατωτερότητας, χωρίς άποψη, χωρίς φωνή. Τι κι αν οι γυναίκες κέρδισαν δικαίωμα ψήφου, πολεμώντας –και συνεχίζοντας καθημερινά να πολεμούν– για ισότητα στον εργασιακό τομέα; Τι κι αν είναι καλύτερες κι ικανότερες σε μερικές από αυτές τις θέσεις; Καμία σημασία δεν έχει. Σημασία έχει τι υπάρχει εκεί κάτω, ανάμεσα στα πόδια σου, όχι εκεί πάνω ανάμεσα στα αφτιά σου. Το διαιωνίζεις κι εσύ, θα το μάθεις στην κόρη σου και στον γιο σου, γιατί έτσι το απαιτεί η κοινωνία, να μην είναι δακτυλοδεικτούμενοι, να μην υποφέρουν αυτοί, κι ας είσαι βαθιά μέσα σου πολέμια αυτής της νοοτροπίας.

Ο άντρας δε φταίει, το ‘χει στο αίμα του, είναι κυνηγός, κυρίαρχος, και το ένστικτό του τον οδηγεί. Είναι στο δικό σου χέρι να τα αποφεύγεις αυτά. Αλλά εσύ είσαι «καλή κοπέλα». Σεμνή και λιγομίλητη, όπως πρέπει. Δεν έχει σημασία τι σκέφτεσαι· οι σκέψεις είναι δωρεάν, αόρατες, βουβές. Αρκεί να μιλάς μόνο όταν πρέπει να μιλήσεις. Δεν προκαλείς, είσαι κοπέλα για σπίτι.

Αυτό ήταν και που τράβηξε τον αγαπημένο σου στην αρχή της γνωριμίας σας. Το ντύσιμό σου ήταν –να δεις, πώς το έλεγε;- κλασάτο, έδειχνε τόσο όσο χρειαζόταν και ταυτόχρονα άφηνε αρκετά στη φαντασία. Θυμάσαι και το βλέμμα του τότε. Σε έκανε να νιώθεις λίγο άβολα, λες και προσπαθούσε να σε γδύσει με τα μάτια. Αλλά ήξερες ότι αυτή ήταν ένδειξη ότι του είχες τραβήξει το ενδιαφέρον.

Σου άρεσε κι εσένα. Είχε ένα στιλ διαφορετικό κι ήξερε ακριβώς τι να πει για να σου κινήσει και ‘σένα το ενδιαφέρον. Ωραία τα έλεγε, πολύ έξυπνα, ήταν ετοιμόλογος. Φαινόταν πολυδιαβασμένος, ίσως μορφωμένος κιόλας.

«Εγώ τη γυναίκα μου τη θέλω έξυπνη, να γεννά το μυαλό της λύσεις, όταν το δικό μου δεν μπορεί, να απαντά εκεί που εγώ δεν μπορώ και να παίρνει τα ηνία όταν εγώ κουράζομαι. Εγώ, σεξιστής; Εγώ τις γυναίκες τις λατρεύω!»

Το φωνάζει δυνατά, να ακουστεί παντού, να σιγουρέψει (και να σιγουρευτεί) ότι ασφαλώς και δεν είναι αυτός σεξιστής. Η τέλεια κάλυψη. Υπό άλλες συνθήκες θα το σκεφτόσουν, αλλά με αυτόν, όχι. Είναι γοητευτικός, σου φέρεται άψογα, είναι ιππότης, ούτε πόμολο δεν έχεις πιάσει για να ανοίξεις πόρτα όπου κι αν έχετε βρεθεί.

Είχε καλή δουλειά –καλύτερη φυσικά από τη δική σου κι υπέρμετρα πιο δύσκολη– και του άρεσε να τη συζητά. Τόσο πολύ, μάλιστα, που όταν πιάνατε κουβέντα για τη δική σου δουλειά, σε διέκοπτε και συνέχιζε για τη δική του. Παραδοσιακός, υπόδειγμα σε μια πατριαρχική κοινωνία, γεννημένος οικογενειάρχης. Όσο περισσότερο χρόνο περνούσατε παρέα, τόσο περισσότερο τυχερή ένιωθες που, από όλες τις άλλες γύρω, κοίταξε εσένα. Και κάπως έτσι, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβεις, έγινες κυρά στο σπίτι του.

Αυτές οι αναμνήσεις σου περνούν από το μυαλό την ώρα που τους ακούς και μιλούν. Μεσημέρι σου έστειλε το μήνυμα· θα ερχόταν παρέα το βράδυ για φαγητό, να ετοιμάσεις κάτι καλό. Ήξερες κι ακριβώς τι ήθελε να φτιάξεις για να κάνει τη μόστρα τη σωστή στη συγκεκριμένη παρέα. Γύρισε από τη δουλειά νωρίς κι έκατσε να ξεκουραστεί ενώ έτρεχες να προλάβεις. Αυτή, εξάλλου, είναι δική σου δουλειά, σωστά; Το φαγητό έτοιμο, φυσικά στην ώρα του, και σερβιρισμένο στο τραπέζι, ενώ γύρω κάθονται φιλικά ζευγάρια. Ντύθηκες όμορφα, με το αγαπημένο του φόρεμα, αυτό που σε κάνει να «μοιάζεις περισσότερο θηλυκό» κι άφησες για απόψε τα αγαπημένα σου σκισμένα τζιν.

Έπιασαν κουβέντα για τη νέα νομοθεσία που απαγορεύει τις αμβλώσεις στην Αλαμπάμα των Η.Π.Α. «Τα έβαλαν με το κατεστημένο και προσπαθούν να ευνουχίσουν όλο τον αντρικό πληθυσμό. Δες τώρα επανάσταση, να μιλήσουμε πλέον δεν μπορούμε! Τους δώσαμε πολλές ελευθερίες και μας καβάλησαν! Μια πλάκα δεν μπορούμε να κάνουμε, ένα κομπλιμέντο κι αμέσως μετατρέπεται σε παρενόχληση. Κλασικές γυναικείες υπερβολές! Λύσσαξαν για ισότητα, και τώρα που την έχουν, τι κάνουν, μας φιμώνουν;» λέει ένας φίλος.

Με μισή υφήλιο απόσταση εύκολα εκφέρεις άποψη, σκέφτεσαι. Δεν το λες, όμως. «Το σώμα της γυναίκας είναι δικό της, γιατί να μην έχει κάθε δικαίωμα να κάνει με αυτό (ή σε αυτό) ό,τι κρίνει για την ίδια σωστότερο;» ψελλίζεις και κοιτάς απέναντι μία από τις άλλες κοπέλες της παρέας, γιατί στην ουσία μιλάς στον εαυτό σου και σε αυτήν.

«Γι’ αυτό πάμε κατά διαόλου. Οι γυναίκες βγήκαν από το σπίτι, άρχισαν να διαβάζουν και να ανακατεύονται στα πάντα. Τώρα πια οι γυναίκες κάνουν κουμάντο. Κι όποιος μαλάκας τα βάλει μαζί τους, βουή του μαύρη. Ξεσηκώνονται όλες μαζί, φεμινίστριες βλέπεις, και τις ακούν στην άλλη άκρη της Γης με το ίντερνετ πια.» Ακούς και το καμάρι το δικό σου να μονολογεί θυμωμένα.

Δε μιλάς. Τι να του πεις; Για την αρχαία Σπάρτη οπού οι άντρες εκπαιδεύονταν στον πόλεμο κι έσπερναν παιδιά, ώστε τα αγόρια να ακολουθούν τα χνάρια τους και τα κορίτσια μάθαιναν πώς να τα φέρουν όλα βόλτα χωρίς αντρική παρουσία; Στη Μινωική Κρήτη, που είχαν ισάξια θέση με τους άντρες σε όλους τους τομείς; Ή για το Βυζάντιο που, πριν η Σύνοδος της Νίκαιας σακατέψει γενεές που ακολούθησαν μετά, καθηλώνοντας την ισχύ της γυναίκας στα κοινωνικά και πολίτικα δρώμενα, ήταν μια μητριαρχική κοινωνία; Για γυναίκες που πήγαν στον πόλεμο, στα χιόνια, στα βουνά, που μπήκαν στις πρώτες γραμμές, είτε πολεμώντας είτε ζώντας τη φρίκη, κουράροντας τους τραυματισμένους άντρες. Σάμπως αυτές δεν έκαναν κουμάντο; Ας μην πιάσεις να σκεφτείς τις βασίλισσες των ξένων χωρών, τις πειρατίνες ή τις μεγαλοβιομηχάνισσες των καπνών και βαμβακιών, τις αγωνίστριες και τις επιστημόνισσες του εξωτερικού. Οι άντρες στις δικές τους χώρες δεν ήταν το ίδιο αρσενικά με τους δικούς μας εγχώριους alpha males.

«Ποιες τα λένε αυτά; Κάτι κακογαμημένες ανοργασμικές που δεν είχαν έναν σωστό πατέρα/αδελφό/γκόμενο να τους βάλει μυαλό.» λέει και κάπου εκεί κλείνει η κουβέντα.

Κάπου εκεί, επίσης, θυμάσαι τα λόγια του πατέρα σου και τις αρχές με τις οποίες μεγάλωσες. Αυτά που ποτέ δεν είπε για ‘σένα αλλά πάντα έλεγε για τις άλλες. Εσύ να είσαι δυναμική, ανεξάρτητη, να μην έχεις ανάγκη κανέναν, κι όταν λιγοψυχάει ο σύντροφός σου να είσαι έξυπνη και δυνατή, να κρατάς τα κεκτημένα και την οικογένειά σου όρθια. Σαν άντρας. Άλλο εσύ που είσαι κόρη του. Δε θα σου φέρεται έτσι κανείς. Αλλά οι άλλες είναι τρελές. Είναι φαντασμένες, τους βάρεσαν η ελευθερία έκφρασης κι ο φεμινισμός στο κεφάλι. Και για να μη γίνει ίδια με τις άλλες η καημένη, αγαθή κι αθώα μάνα σου, δεν την άφησε να σηκώσει κεφάλι. Δεν πήρε χαμπάρι ότι στην πορεία κάπου ο δρόμος έκανε διχάλα και σε εσένα γέννησε ακριβώς αυτό που νόμιζε ότι σε «προστάτευε» από το να γίνεις.

Χαμογελάς για να μη δώσεις συνέχεια, γιατί κοντεύει να γίνει έκρηξη στο μυαλό σου, η αντοχή κι η ανοχή σου ‘φτασαν πολύ πέρα από τα όρια της υπομονής σου. Αν μιλήσεις, θα βρει κι άλλον τρόπο να σε βουλώσει. Ήδη σε έχει ντροπιάσει. Είσαι σίγουρη ότι δεν καταφέρνεις κάτι, νιώθεις την αδικία της σιωπής σου να καίει τα μάγουλά σου. Πνίγεις το δίκιο σου, καταπίνεις όλα τα επιχειρήματα που έχουν μαζευτεί στην άκρη της γλώσσας σου, και προσπαθείς να κρατήσεις χαμόγελο.

To ότι σε αγαπά, σε αγαπά. Θυμίζεις στον εαυτό σου ότι δεν αμφιβάλλεις για αυτό. Σου κάνει τα χατίρια, σε φροντίζει, σε προσέχει. Σε προστατεύει από λάθη που σίγουρα θα έκανες χωρίς την πολύτιμη καθοδήγησή του. Είναι ο άνθρωπός σου. Ναι, σ’ αγαπάει.

Αλλά δεν αγαπά τις γυναίκες. Δε σέβεται τη θηλυκή υπόσταση. Και καμιά φορά απορείς αν μπήκε ποτέ στον κόπο να κοιτάξει πέρα από την επιφάνεια και τα συναισθήματα που, ενδεχομένως να του βγάζεις, όμως κρύβει καλά. Γιατί, αν στα δείξει, θα πάρεις αέρα, θα νομίζεις ότι έχεις το πάνω χέρι. Κι αυτό δε θα το παραδώσει.

«Σου ΄χω πει ποτέ πόσο όμορφη είσαι, όταν βγάζεις τον σκασμό και χαμογελάς;» σου ψιθυρίζει, αρκετά δυνατά να ακουστεί στους άλλους, που πνίγουν ένα γελάκι και συνεχίζει την κουβέντα που έχουν ξεκινήσει τώρα οι άντρες της παρέας.

Υποτιμά τη νοημοσύνη σου σε κάθε ευκαιρία πια και προσπαθεί με κάθε τρόπο να σε κάνει να αισθανθείς ηλίθια. Στην αρχή τη γούσταρε την ετοιμολογία σου, την ικανότητά σου να εκφράζεις άποψη για πράγματα που οι περισσότερες δεν είχαν ιδέα, την σπιρτάδα και την εξυπνάδα σου. Καύλωνε όταν σε παρακολουθούσε να καπακώνεις φίλους και γνωστούς του και να τους γονατίζεις με τις κουβέντες σου. «Δείτε εκεί επιλογή που έκανα! Δική μου είναι αυτή!» έλεγε, καμιά φορά, και φούσκωνε σαν το παγόνι. Ένιωθε ο ίδιος ανώτερος. Στην πορεία όμως, με την πρώτη αντίρρηση που του έφερες, με το πρώτα καλά στημένο επιχείρημα που του γκρέμισες, στον πρώτο καβγά που τον έκανες να αισθανθεί ότι έχει άδικο, άλλαξε η γνώμη του. Άλλαξε η συμπεριφορά του.

Το λογικό τμήμα του μυαλού σου, αυτό που ήταν αποκομμένο από το συναισθηματικό δέσιμο με τον άνθρωπο που κάθεται απέναντί σου, μεταφράζει κάθε του αγριεμένο βλέμμα, κάθε του ξέσπασμα, κάθε του ειρωνικό σχόλιο. Φόβος είναι. Το ξέρεις. Το σύνολο των συμπεριφορών και των απόψεών του, κάτω από κάθε σχόλιο και κάθε υποτιμητικό προς τις γυναίκες χτύπημα, είναι φόβος.

Ο σεξισμός πάει χέρι-χέρι με τον μισογυνισμό, με τον ρατσισμό τον εθνικισμό και την ομοφοβία, τον φανατισμό. Κι όλα, μα όλα αυτά, απορρέουν από φόβο. Φόβο για καθετί το διαφορετικό από τον ίδιο, καθετί που τον φέρνει να αμφισβητήσει τον εαυτό του και το σκεπτικό με το οποίο έχει γαλουχηθεί, από μια κοινωνία που βύζαινε επί αιώνες τις ίδιες μαλακίες. Η άρνηση να αποδεχτεί κι η τεμπελιά του να κάτσει να διαβάσει, να ακούσει, να μάθει. Μια αστείρευτη ηλιθιότητα κι αμορφωσιά που δημιουργεί, συνοδεύει κι ενδυναμώνει παλαιολιθικά κοινωνικά στερεότυπα, εμποτισμένα στην αμάθεια και στον φόβο. Τι θα γινόταν αν παραχωρήσει δικαιώματα; Αν η εξουσία, που φαντασιώνεται ότι έχει, παρέλθει από τα χέρια του; Αν χάσει αυτά που τον έπεισαν πως δικαιωματικά είναι δικά του; Που αν διάβαζε κάνα βιβλίο πού και πού, δε θα τα πίστευε αυτά.

Αλλά όχι. Δεν ξέρεις εσύ. Οι άντρες, οι έξυπνοι, αυτοί που ξέρουν να κουμαντάρουν τις γυναίκες και να αποφεύγουν την γκρίνια, τις αφήνουν να νομίζουν ότι παίρνουν αποφάσεις. Δεν έχουν, όμως, το μυαλό να τα κάνουν αυτά μόνες τους. Οι γυναίκες λειτουργούν με το συναίσθημα, όχι τη λογική, και για αυτό δεν είναι ικανές για τα σημαντικά. Είδες ποτέ γυναίκα σε οποιαδήποτε θέση ευθύνης, χωρίς τουλάχιστον έναν άντρα στο πλευρό της να της λέει τι να κάνει και τι να πει;

Γιατί η πραγματική παραδοχή της ισότητας, της ευφυΐας ή ακόμα και της πνευματικής ανωτερότητας, θέλει ισάξια ευφυΐα, αυτογνωσία κι όχι κομπλεξισμούς. Θέλει αρχίδια. Από ‘κείνα τα μεταφορικά που δεν έχουν να κάνουν με χρωμοσώματα ΧΥ ή ΧΧ, που ενδυναμώνουν τον άνθρωπο, που τον γεμίζουν αυτοπεποίθηση, ανθρωπιά κι αντικειμενικότητα και την ικανότητα να δει και να παραδεχτεί τα λάθη και τις δυσκολίες του, ανεξαρτήτως φύλου. Τα γεννητικά όργανα, ας τα κρατήσουν. Αρκετά μας ταλαιπωρούν τα δικά μας.

Μπαίνει κάτω από τα σκεπάσματα και σε πλησιάζει, οι προθέσεις του ξεκάθαρες. Όμως ήταν δύσκολη μέρα και, πέρα από αυτό, οι κουβέντες του απόψε χτύπησαν κάποιο νεύρο, σε πείραξε η συμπεριφορά του. Ό,τι κι αν λέγονταν μεταξύ σας σε στιγμές που ήσασταν μόνοι, άντε, να το δικαιολογούσες. Αλλά μπροστά σε τόσο κόσμο; Φαίνεται, όμως, στο πρόσωπό σου ο θυμός, που λίγο-λίγο φτάνει σε θερμοκρασία βράσης, καθώς γυρνάς πλευρό και του λες ότι είσαι κουρασμένη. Δε θες και να το συζητήσεις γιατί ξέρεις ποιο θα είναι το αποτέλεσμα: «Πο, γκρίνια! Ακόμα με αυτό ασχολείσαι; Δε νομίζεις ότι υπερβάλλεις; Τι έγινε, περιμένεις περίοδο;» θα σου πει και θα σου ανεβάσει πάλι την πίεση στα ουράνια.

Ασ’ το, σκέφτεσαι. Δεν αξίζει τον κόπο. Μυαλό δε θα αλλάξει. Δεν άλλαξαν τόσα μυαλά, τόσοι αιώνες, σε τόσες χώρες μετά από τόσους αγώνες. Εσύ θα καταφέρεις να αλλάξεις, στην ηλικία που είναι, το δικό του;

Χαζεύεις στο κινητό σου, όσο αυτός χαχανίζει στην οθόνη του δικού του. Με ένα πλάγιο βλέμμα βλέπεις πάλι κώλους με ποιητικές λεζάντες. Πάντα τέτοια…  Στη δική σου οθόνη πετυχαίνει το μάτι σου τον τίτλο ενός άρθρου. «Πόσο όμορφη είσαι όταν βγάζεις τον σκασμό!» Φτάνοντας στη δεύτερη παράγραφο, κι όσο διαβάζεις, όλα μοιάζουν όλο και περισσότερο γνώριμα. Τον κοιτάς πάλι δίπλα σου και κλείνεις μια στιγμή τα μάτια σου.

Ακούγεται στο πίσω μέρος του μυαλού σου μια σειρήνα. Όσο πάει και δυναμώνει, όσο πάει και σε ταράζει.
Ανοίγεις τα μάτια σου.
Ξύπνησες.

Συντάκτης: Νικολέττα Βασιλοπούλου