Δεν το σήκωσα. Δεν μπόρεσα. Πέρασαν μήνες, μέρες, ώρες, χαμένα βράδια, χαμένα δάκρυα. Και τελικά χτύπησε το τηλέφωνο κι ήσουν εσύ. Δεν ξέρω τι με ήθελες, δε θα μάθω ποτέ. Δεν το σήκωσα. Δεν μπόρεσα.

Ανάθεμα τα βράδια που σε περίμενα, η υπομονή που έκανα, οι ελπίδες που είχα πως θα γυρίσεις, πως θα με αγαπήσεις. Δεν ήμουν αρκετή για τον εγωιστικό εαυτό σου, ο εγωισμός σου μας νίκησε. Σε νίκησε. Νίκησε ο φόβος σου, η υπερβολική σιγουριά σου, οι ηλίθιες επιλογές σου. Μπορεί να είσαι καλά όμως έτσι, εσύ το επέλεξες.

Σου είχα πει θα είμαι εδώ για εσένα, όποτε το αποφασίσεις, όποτε θελήσεις να μου μιλήσεις, όποτε με έχεις ανάγκη, όποτε αποφασίσεις να επιστρέψεις. Αλήθεια έλεγα, όλα τα εννοούσα. Συγχώρα με, δεν μπόρεσα να τηρήσω τα λόγια και τις υποσχέσεις, που σου έδινα με δάκρυα στα μάτια. Δεν μπόρεσα να τα κάνω πράξη κι ας σου ορκιζόμουν πως θα σε περιμένω όταν με έδιωχνες και με απέρριπτες.

Ανάθεμα τα «σ’ αγαπώ» μας. Λόγια. Χωρίς ουσία. Χωρίς νόημα. Φτάσαμε στο μηδέν για να καταλάβουμε. Δε θέλω να ξέρω τα νέα σου, δε θέλω να ξέρεις πόσο σε αγαπάω. Θέλω να ξέρεις πόσο σε μισώ. Σε μισώ γιατί με άλλαξες, γιατί με πόνεσες, γιατί πλήγωσες κάθε κομμάτι μου, κάθε κύτταρό μου, γιατί με ισοπέδωσες, με κομμάτιασες. Και ποτέ σου δεν κατάλαβες ότι εσύ τα προκάλεσες όλα αυτά. Μέσα στο αναίσθητο μυαλό σου και μέσα στην αδιάφορη καρδιά σου κυλούσε εγωισμός, κακία, υπεροψία. Ήθελες να νικήσεις αυτό που ένιωθες για εμένα. Ήθελες να με πονέσεις για να μην πονάς εσύ.

Τώρα έφυγα, όμως. Ψάξε άλλο θύμα να πονάς τα βραδιά. Δεν ανοίγω τα μηνύματά σου. Άργησες. Δε θέλω να ξέρω τι μου γράφεις. Δε θέλω να σε ξαναδώ. Δε θέλω να ακούω το όνομά σου. Δε θέλω να ξέρω ότι υπάρχεις. Δε θα σου δώσω καμία εξήγηση για όλα αυτά. Αποφάσισα να χαθώ απ’ τον κόσμο σου, αργά κι ήρεμα. Χωρίς θεατρινισμούς, χωρίς υστερίες, χωρίς πολλά λόγια. Θέλω να ζήσω για εμένα. Μιας και τόσο καιρό ζω για εσένα. Βαρέθηκα το λίγο σου. Βαρέθηκα να μου δίνεις ψίχουλα κι εγώ να υπομένω και να περιμένω.

Ξέρεις τι νιώθω τώρα πια; Τίποτα. Δεν ξέρω γιατί άφησα αναπάντητες τις κλήσεις σου. Δεν ξέρω γιατί δε διάβασα ποτέ τα μηνύματά σου. Δεν ξέρω γιατί δε σε πήρα ποτέ πίσω. Δεν είμαι σε θέση να σκεφτώ, να απαντήσω, να εξηγήσω. Ούτε σε εσένα ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. Ξέρω μόνο πως θέλω να σε βγάλω από μέσα μου, να σε ξεριζώσω. Μα δεν πονάω πια, αλήθεια δε νιώθω.

Δε νιώθω τίποτα. Η καρδιά μου σταμάτησε για εσένα τη στιγμή που είδα την κλήση σου, τη στιγμή που έγινε αυτό που τόσο καιρό παρακαλούσα να συμβεί. Τότε απλώς πάγωσε ο χρόνος. Και τώρα αποφάσισα να σκοτώσω ό,τι έχω μέσα μου για εσένα, δειλά κι αθόρυβα. Μα θα είναι εύκολο γιατί δεν πονάω, δε λυγίζω, δε δακρύζω.

Με πήρες και δεν το σήκωσα. Δεν μπόρεσα. Δε θα μπορέσω ποτέ ξανά πια για εσένα. Μου έλειψε το «εμείς». Μα μου λείπει πιο πολύ το «εγώ». Μου λείπει πιο πολύ ο εαυτός μου. Γι’ αυτό φεύγω, μάτια μου. Αντίο.

Συντάκτης: Ναταλία Καρά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη