Για εμάς, αρχικά, είναι κάτι αδιάφορο, κάτι που δεν ωθούμαστε καν να το σκεφτούμε, γιατί βολευόμαστε. Καλή η παιδική ηλικία, αλλά έχουμε χρέος προς τους ανθρώπους που μας έδειξαν τα πρώτα στοιχεία του να ‘σαι άνθρωπος.

Ο ρόλος τους δεν προβαρίστηκε ποτέ. Μοιάζει σαν ένα συνεχές σκερτσάκι αυτοσχεδιασμού, που άλλοτε έχει επιτυχία κι άλλοτε αποτυχία. Κι η σκηνή φέρνει κόπωση, γιατί η αφοσίωση σε ένα παιδί φαίνεται να σε εξουθενώνει, καθώς δεν αρέσει πάντα, δεν ξεκουράζει, δεν έχει διαλείμματα. Όλοι δικαιούνται διάλειμμα, αλλά πού να το βρουν; Ο άνθρωπος χρειάζεται να ασχολείται και με πράγματα που του αρέσουν και τον ολοκληρώνουν σαν ταυτότητα αλλά κάποτε ο χρόνος είναι ελλιπής.

Η εξάρτησή μας από αυτούς πάντα θύμιζε αγγαρεία, υποχρέωση αλλά ίσως να έκρυβε και μια ευχαρίστηση, γιατί τους κάλυπταν τα χαμόγελα που έβλεπαν. Οι θυσίες αμέτρητες τόσο σε ατομικό όσο και σε επίπεδο σχέσης μεταξύ γονέων. Εργασία-σπίτι, σπίτι-εργασία με ό,τι όλα αυτά συνοδεύονται. Αυτή η ρουτίνα φέρει σε μία εικόνα απάθειας και ρουτίνας, χωρίς να προλαβαίνει κανείς να ευχαριστηθεί κάτι.

Κι εκείνοι υπήρξαν νεότεροι με ελευθερίες. Και ποιος να αναλογιστεί το ποσό άλλαξε η καθημερινότητά τους, όταν ήρθε η στιγμή να γίνουν γονείς. Η αναπόληση του «πριν» στον ερχομό ενός «μετά» με περιορισμούς κι υποχρεώσεις. Οι προϋποθέσεις που πλαισιώνουν μια μόνιμη εργασία και μπόλικο χρόνο -για χάσιμο ίσως. Ο παραμερισμός της προσωπικής ευχαρίστησης, της ερωτικής σχέσης, των φίλων, που για εμάς φαντάζουν απαραίτητα για μια σταθερότητα, συνεπάγονται τον αποκλεισμό. Ο αποκλεισμός απ’ την ευχαρίστηση της ανεξαρτησίας του χρόνου από άλλους.

Για μας, οι γονείς μας είναι οι μπαμπούλες μας, οι σύμβουλοί μας, οι φίλοι και μέντορές μας. Οι συνοδοιπόροι μας, μόνιμοι στη ζωή μας, πάντα προστατευτικοί, που επιζητούν το καλό μας. Προσπαθούν να μετριάσουν την παρορμητικότητά μας, μας συντροφεύουν στη μοναξιά μας καλύτερα από οποιονδήποτε και μοιράζονται τις εμπειρίες, χαρίζοντας δεύτερες σκέψεις για όλα. Μας κακομαθαίνουν κι εμείς μεγαλώνουμε με τις αξίες που μας έχουν δώσει. Αλλά κάποια στιγμή μεγαλώνουμε αρκετά και πρέπει να σκεφτούμε τι μας έχουν προσφέρει. Δε ζυγίζουμε, δε μετράμε, απλά κάτι τους χρωστάμε. Ίσως τον χρόνο που μας αφιέρωσαν, τα δώρα που μας έκαναν, όσα οι ίδιοι στερήθηκαν. Γινόμαστε όμοιοί τους, αλλά έχουμε την ευκαιρία έπειτα να αλλάξουμε και να επιλέξουμε τον δρόμο μας.

Τους αντιγράφουμε σε κάθε τους κίνηση, θέλουμε να τους μοιάσουμε, κι αυτές είναι φυσικές τάσεις του παιδιού προς τον γονιό του. Τα πρώτα ερεθίσματα τα παίρνουμε απ’ την καθημερινότητά μας μαζί τους, κι αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη ευθύνη: να ξέρουν ότι ένας άνθρωπος απ’ την αρχή μέχρι το τέλος είναι υπό κατασκευή κι ευθύνη δική τους. Ίσως εκείνη να ‘ναι η στιγμή που ταυτίζονται με τους δικούς τους γονείς. Ανιχνεύουν έντονα πλέον εκείνο το χάσμα που χωρίζει και θα χωρίζει γενιές κι αποπειρώνται να μικρύνουν τη διαφορά.

Πλέον κάθε τους ενέργεια και συμπεριφορά είναι μια διαδικασία μύησης για εμάς, που θέλουμε να τους ευχαριστούμε όταν μας συμβουλεύουν και να τους κάνουμε να νιώσουν ότι άξιζε ο κόπος. Μας δείχνουν τα «θέλω» τους για εμάς, επειδή γνωρίζουν τις ανάγκες τις δικές τους αλλά και της κοινωνίας που εμείς δεν αφουγκραζόμαστε καν. Μας τα επιβάλλουν έντρομοι, μήπως κι αποτύχουν στο έργο που έχουν αναλάβει είτε εκούσια είτε ακούσια.

Αναντικατάστατες οι λέξεις «μαμά» και «μπαμπάς»!

Συντάκτης: Θεόδωρος Σωτηρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη