Το να νιώθει κανείς ευάλωτος δεν είναι ντροπή. Είναι απόρροια εμπειριών. Το να το προβάλλει και να το προωθεί διαρκώς όμως σηματοδοτεί σε μια συμπεριφορά ανθρώπου που προωθείται σαν αδικημένος ανά τις συνθήκες.

Η συναισθηματική ανοχή που συνοδεύεται με τον όρο αυτό χρησιμοποιείται σαν δικαιολογία για να αποφεύγουμε συνθήκες. «Ευάλωτος» μπορεί να σημαίνει επιρρεπής και απρόσιτος. Επιρρεπής στο λάθος λοιπόν, καθώς μπορεί κάποιος να μην αντιδρά όπως χρειάζεται όταν το επιβάλλουν κάποιες καταστάσεις. Το να παραδέχεται κάποιος ένα μειονέκτημα φτάνει στο να προβαίνει σε σκοπιμότητες. Προσπαθεί να κρυφτεί πιθανότατα από περιπτώσεις που τον πιέζουν και τον εξοστρακίζουν από την ήσυχη ρουτίνα και άνεσή του. Σίγουρα κάποιοι δεν έχουμε ανεπτυγμένη τη συναισθηματική μας νοημοσύνη για να μπούμε και στη θέση άλλων, ώστε να κατανοήσουμε την πραγματικά δυσμενή τους θέση σε περιπτώσεις που τους στριμώχνουν και τους έχουν απομονώσει από το να φέρουν συναισθηματικές ευθύνες ως προς άλλους.

Υπάρχουν βέβαια και καταστάσεις που άνθρωποι έχουν κληθεί να παραμείνουν άδειοι. Γιατί κάποιοι άλλοι επέλεξαν να παραμείνουν για να τους αδειάσουν ή απλά υπήρξαν δυο άδειοι άνθρωποι εξ αρχής που δεν είχαν πολλά να προσφέρουν, παρά ήθελαν μια ευκαιρία για να ανανεωθούν. Αρχικά, οι πόρτες είναι ανοιχτές και προσπαθούμε να κρύβουμε πράγματα για να μη δεχτούμε τις κακοπροαίρετες ταμπέλες. Όμως, από οπτικές άλλων, τα πράγματα αρχίζουν και ξεκαθαρίζουν μπροστά μας. Αποκτάμε το ύφος που θα θέλαμε να μην είχαμε και που το μοιραζόμαστε με πολλούς αλλά όχι με όλους. Το προηγούμενο καλό ύφος περιβάλλεται ξαφνικά από συγκεκριμένους και λίγους. Φιγούρες απορούν γιατί γίνονται κομπάρσοι κι αν δεν απορούν γι’ αυτό, απορούν για τη διαφορετική φυσιογνωμία που βλέπουν μπροστά τους. Και παρατηρούμε ποιοι προσπαθούν να μας διεκδικήσουν: αλλάζουν συμπεριφορές κι αυτή ίσως να είναι η «συγγνώμη» που ζητάει κανείς.

Όποιος υπήρξε ευάλωτος, δεν το έκανε από επιλογή, αλλά υποχρεώθηκε για να διατηρήσει μια αξιοπρέπεια. Ευάλωτοι δε γινόμαστε από φυσικού μας αλλά από τριβή με ανθρώπους που δεν προβαίνουν στην ενσυναίσθηση. Προσπαθούμε να δίνουμε παραπάνω για να καλύπτουμε άλλους, για να μην μένουν ανικανοποίητοι συναισθηματικά. Όμως, δεν τρέφουμε όλοι τις ίδιες σκέψεις. Ταυτόχρονα, άλλοι επιδιώκουν την επούλωση συναισθηματικών τραυμάτων μέσα από επαφή με άλλους και σε πρώτες σκέψεις τείνουν να γίνονται καχύποπτοι. Βέβαια, κανείς δε νιώθει βολικά με τέτοιους ρόλους. Ειδικά αν συνειδητοποιήσει τα κενά του άλλου και ειδικότερα αν υπάρξει αίτημα από τη μια μεριά. Σίγουρα, κατά μια συνθήκη, αυτό μπορεί να γίνει σε φυσική ροή, σε μια διαρκή τριβή, αλλά προσπαθώντας να μην υπάρξει αποκλειστική εξάρτηση.

Οι δικαιολογίες περί αμήχανης θέσης πληθαίνουν και τα παράπονα εντείνουν τις σκέψεις από τον έτερο. Η στάση αυτή ταλαντεύεται σε σκοπιμότητες που εντυπώνονται σε συμπεριφορές που αφορούν ένα αποκλειστικό «εγώ». Τότε, η κατάσταση φτάνει σε μια εκ των κορυφώσεων, ώσπου η σκηνή τελειώνει με πόρτες να κλείνουν. Συνεπώς, μόνο να χάσει έχει κανείς εάν εμμένει σε επαναλαμβανόμενες φάσεις. Η αλλαγή φέρνει αλλαγές μόνο μεταξύ ενδιαφερομένων.

 

Συντάκτης: Θεόδωρος Σωτηρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου