Τα ανέτρεψες όλα. Μονομιάς. Ήρθες και τίποτα δεν έμεινε ίδιο. Όλα άλλαξαν. Η καθημερινότητα, κυρίως. Εκεί το νιώθεις. Στην καλημέρα και την καληνύχτα κάθε φορά. Στα γέλια, τις στιγμές και τις αμηχανίες.

Δεν ήσουν συνήθεια. Δεν έγινες ποτέ. Ήσουν κάτι ξεχωριστό, διαφορετικό, δεν το συναντάς συχνά. Μα τελείωσε. Έφυγες. Έφυγα κι εγώ. Όχι, από σένα, αλλά απ’ αυτό που είχαμε φτιάξει. Αυτό σκέφτεσαι κι αναπολείς περισσότερο. Μα, δεν είναι και τίποτα. 

Εύκολα το ξεπέρασα, πια. Δεν ήταν δα και κάτι τόσο φοβερό, τόσο δυνατό. Δεν ήταν έρωτας, ε; Άλλωστε, γιατί να ήταν; Επειδή σε σκεφτόμουν την κάθε μέρα που ήμασταν μαζί; Αυτό δε λέει και πολλά. Δε μου φαίνεται αρκετό. Επειδή, μήπως, κοντά σου ήταν όλα μαγικά; Κι αυτό, πάλι, μάλλον ασήμαντο μου μοιάζει. Και μοιάζαμε σε όλα τόσο πολύ. Μα, κι αυτό, σιγά το σπουδαίο κατόρθωμα. 

Ύστερα, δεν άλλαξε και τίποτα αφότου έφυγες, έτσι δεν είναι; Το ίδιο έντονη και συναρπαστική δεν ήταν η ζωή μας μετά απ’ όλα αυτά; Άρα, τι σε κρατάει πίσω; Γιατί δεν προχωράς; Δε βλέπεις, εγώ συνεχίζω χωρίς εσένα. Δε σ’ έχω ανάγκη. Γιατί να σε χρειάζομαι, εξάλλου; Επειδή με στήριζες χωρίς να στο ζητήσω; Ή μήπως επειδή με προστάτευες περισσότερο από τον εαυτό σου; Σημαίνουν κάτι όλα αυτά; Δε νομίζω. Δεν υπάρχει καμία διαφορά. 

Και γνωρίζω άλλους ανθρώπους, φτιάχνω άλλες σχέσεις. Ξεκινάω απ’ την αρχή, μετά το δικό μας τέλος. Χωρίς δισταγμούς, αποφασιστικά. Και τίποτα απ’ τα καινούργια δε μου θυμίζουν εσένα. Αυτά που ζω τώρα δε συγκρίνονται με τα τότε. Γιατί να κοιτάω πίσω έτσι κι αλλιώς;

Περνάω καλά, δε σε σκέφτομαι. Δε σκέφτομαι τις ατελείωτες βραδιές που περνούσαμε μαζί. Ούτε θυμάμαι πόσο γρήγορα περνούσε τότε ο χρόνος. Τα έχω ξεχάσει όλα. Δεν έχει μείνει τίποτα χαραγμένο στη μνήμη μου, πλέον. 

Πέρασες, μα φαίνεται πως δεν άγγιξες. Όμως, δεν πονάω, δεν έχω απογοητευτεί. Μάλλον δεν ήταν και τόσο τρομερό όλο αυτό. Ίσως έτσι φαινόταν μόνο σ’ εμάς. Εξάλλου, είδες κανέναν άλλο να μας κοιτά και να ζηλεύει; Είδες τους φίλους μας να μιλάνε για μας και να μοιράζονται τη χαρά μας; Να ψάχνουν να βρουν ό,τι σταθήκαμε τυχεροί να βρούμε εμείς; Εγώ δεν είδα τίποτα απ’ όλα αυτά. 

Άσε που, πλέον, το ενδιαφέρον μου για επικοινωνία με άλλους διαρκώς αυξάνεται. Δε βαριέμαι καθόλου να μιλώ με τις ώρες. Και να ακούω εξίσου πολύ. Κι ούτε συγκρίνω τις πρώτες μας συζητήσεις μέχρι το πρωί με τις τώρα κι ας τελειώνουν νωρίς αυτές.

Θα ήθελες να νιώθεις εσύ ως η πρωτότυπη, η γνήσια αρχή κι όλες οι επόμενες απλές φθηνές απομιμήσεις σου, φαντάζομαι. Όμως, όχι. Κάθε τι νέο, κρύβει και τη δική του μαγεία. Καμία επαναληπτικότητα. Καμία προβλεψιμότητα, μόνο αγωνία στο έπακρο. Κι ας μην περιμένω ν’ απαντήσω κατευθείαν, πια. Κι ας μην καίγομαι για τις απαντήσεις που παίρνω. 

Κι εγώ ο ίδιος απορώ με τον εαυτό μου που στάθηκε τόσο δυνατός όταν όλα διαλύονταν. Απορώ που δε με άγγιξε ο πόνος, που συνέχισα μόνος, που κυνήγησα άλλους και κράτησα στιγμές μαζί τους. Και τυχερός, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήμουν. Αφού οτιδήποτε κι αν ερχόταν στο δρόμο μου, πάντα καλύτερο από σένα -κι ό,τι κουβαλάς- ήταν. Θα ‘λεγε κανείς ότι ήταν θείο δώρο το τέλος μας. 

Κράτα τα, λοιπόν, όλα αυτά. Μην πιστέψεις ότι είναι ψέματα. Μην πιστέψεις ότι φταίει η νύχτα που τα γράφω. Μην πιστέψεις ότι τα έχω σκεφτεί τόσες φορές όσες κι οι μέρες που δε σ’ έχω. Κράτα τα, και βάλε τα καλά στο μυαλό σου. Και μη νιώσεις σίγουρη ότι ισχύουν τα αντίστροφα. Γιατί θα πέσεις έξω. Κι όσο κι αν θέλω να πέσεις έξω, ο νους μου δε μ’ αφήνει. Κάνει τα πάντα για να μου δείχνει το τότε σε αντιδιαστολή με το τώρα. Κράτα τα, διάβασε τα. Μα, πρώτα, έλα κοντά μου.

 

Συντάκτης: Γιώργος Καραβιώτης
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου