Σκέφτηκες ποτέ πως θα σου αρκούσε απλώς να κοιτάς κάποιον; Πως θα σε γέμιζε όσο τίποτα ακόμη κι η πιο αδρανής στιγμή του; Πως θα ήταν τα πάντα για σένα, χωρίς να χρειάζεται ούτε να πει ούτε να κάνει τίποτα; Πως το πολύ κρύβεται ίσως στο λίγο; Εγώ δεν το είχα σκεφτεί ποτέ, μέχρι εκείνο το πρωί που ξύπνησα κι εσύ κοιμόσουν πλάι μου. Στην ησυχία μού έλεγες τόσα και στην ακινησία μού έδειχνες ακόμη περισσότερα.

Είχες κουκουλωθεί κάτω απ’ το αφράτο πάπλωμα. Ίσα ίσα που ξεχώριζα τα μάτια σου ανάμεσα στα σκεπάσματα. Ερμητικά κλειστά και τόσο φωτεινά. Ο ήλιος που ξέκλεβε χώρο ανάμεσα στις χαραμάδες του παντζουριού, έκανε το πρόσωπό σου να γυαλίζει. Πού και πού τρανταζόσουν. Και μετά ξανά ηρεμία. Μερικές βαθιές ανάσες πρόδιδαν πως ίσως κάτι σε βασανίζει ή κάτι σε ανακουφίζει, κι εγώ στ’ ορκίζομαι προσευχόμουν για το δεύτερο.

Δεν κουνιόσουν πολύ. Έτριβες μονάχα το μάγουλό σου στο μαξιλάρι μέχρι να βολευτείς καλύτερα. Εγώ άκρη άκρη για να μη σε ξυπνήσω, αλλά αρκετά κοντά σου για να μοιράζομαι τη ζέστη του κορμιού σου. Κι όταν έψαξες μες στα παπλώματα να βρεις το χέρι μου, να ξέρεις πως χαμογέλασα όσο ποτέ. Και στο ‘δωσα και δεν μου το ξανάφησες καθόλου. Λες να έβλεπες εφιάλτη και να με είχες ανάγκη κοντά σου; Ξέρεις άλλωστε πως στα δύσκολα δε θα σε εγκατέλειπα ποτέ. Λες να έβλεπες καλό όνειρο και να με ήθελες πλάι σου; Ξέρεις καλά πως θέλω όλα να τα ζήσω μαζί σου και μόνο.

Σε φίλησα γλυκά στο μέτωπο. Να νιώσεις ασφαλής. Σε φίλησα ξανά. Γιατί έτσι ένιωθα ασφαλής κι εγώ. Πόσα πράγματα περνούσαν απ’ το μυαλό μου όσο εσύ κοιμόσουν. Εικόνες που σε έβλεπα να γελάς, στιγμές που ερχόσουν κάτω απ’ το πιγούνι μου και κουλουριαζόσουν στην αγκαλιά μου. Που έπαιρνες τα χέρια μου και τα ακουμπούσες πάνω σου, γιατί απολάμβανες τα χάδια μου. Αγάπησα τόσο την ευάλωτη πλευρά του χαρακτήρα σου, μέσα από στιγμές που φαινομενικά ήταν τόσο λιτές , μα που στ’ αλήθεια με άγγιξαν τόσο βαθιά.

Να ξέρεις, πως καθώς σε έβλεπα να κοιμάσαι, έδωσα πολλές υποσχέσεις και σε σένα μα κυρίως και στον εαυτό μου. Σου υποσχέθηκα πως κανένα βράδυ δε θα σ’ αφήσω χωρίς «καληνύχτα». Πως κανένα βράδυ δε θα κοιμηθείς χωρίς ένα ακόμη «σ’αγαπώ». Υποσχέθηκα πως ποτέ δε θα πέσεις για ύπνο με το φόβο πως ίσως ξημερώσει μια μέρα που δε θα μας βρει μαζί. Κι υποσχέθηκα πως στις αϋπνίες σου θα έχω πάντα το στέρνο μου ανοιχτό για να κουρνιάσεις και τα χέρια μου πάντα ελεύθερα για να σε τυλίξουν ζεστά.

Σκέφτηκα πως δεν ήθελα να σε χάσω ποτέ. Κι ήρθες ακόμη πιο κοντά μου, λες και κοιμόσουν μέσα στις σκέψεις μου. Μακάρι να μπορούσες να μπεις μες στο μυαλό μου και να νιώσεις τι είσαι πραγματικά για μένα. Ξεσκεπάστηκες στην προσπάθειά σου να μ’ αγκαλιάσεις. Κι είδα το δέρμα σου τόσο όμορφο. Σε χάιδεψα απαλά κι ήταν στ’ αλήθεια τόσο ζεστό. Σε σκέπασα και πάλι και κάτι ψιθύρισες. Ίσως δεν άκουσα, ίσως δεν το είπες σε κατανοητή γλώσσα, αλλά χαμογέλασες κι εγώ φίλησα το χαμόγελό σου.

Όσο τα γράφω αυτά, εσύ κοιμάσαι και πάλι πλάι μου. Δεν ξέρω πώς, αλλά ξυπνάω πάντα νωρίτερα από σένα και πάντα το απολαμβάνω όσο τίποτα. Θέλω όταν ξυπνήσεις και διαβάσεις όλα όσα είχα την ανάγκη να σου γράψω, να νιώσεις πως για μένα δε χρειάζεται ποτέ να είσαι τίποτα άλλο παρά μόνο ο εαυτός σου. Κι αυτό όχι απλά μου αρκεί, αλλά μου προσφέρει τέτοια ευτυχία που δεν πίστευα πως θα ένιωθα στη ζωή μου.

Θέλω να καταλάβεις πως εσύ για μένα είσαι το όνειρο που ζω με τα μάτια ανοιχτά. Όσο ο Θεός, η μοίρα, η τύχη μου επιτρέπει να είμαι εδώ, θα είμαι εδώ. Ένας ξάγρυπνος φρουρός της ευτυχίας σου. Ένας άγγελος φύλακας των πιο μεγάλων σου πόθων. Κι ένας άνθρωπος αφιερωμένος απόλυτα στο πεπρωμένο του μαζί σου.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή