Μικρός ο κόσμος, λένε. Πολύ μικρός για εμάς. Αναγκασμένοι να σεργιανάμε γύρω απ’ αυτό που τόσο έχουμε ανάγκη να αποφύγουμε. Αναγκασμένοι να συναντιόμαστε ως πρώην εκεί που μάθαμε να τριγυρνάμε ως νυν. Εκεί που νομίζαμε ότι θα τριγυρνάμε ως αιώνιοι.

Μετρημένα στα δάχτυλα τα μέρη εδώ που ζούμε κι οι πιθανότητες να διασταυρωθούμε γελούν εναντίον μας. Στα ίδια στέκια που γνωριστήκαμε, στα ίδια στέκια που βγάλαμε βόλτα τον έρωτά μας, σ’ αυτά τα στέκια ο χωρισμός θα ξαναζωντανεύει για καιρό. Βλέπεις, δεν τηρούνται οι αποστάσεις ασφαλείας και δε διευκολύνονται έτσι οι φυγές. Έρχονται κάθε τόσο αντιμέτωπες με τις επιλογές τους κι αναθεωρούν τα δεδομένα. Απλά και μόνο για να τα βγάζουν σκάρτα κάθε φορά, για άλλη μια φορά.

Και προσποιούμαστε τους έκπληκτους, όταν συναντιόμαστε ατυχώς τυχαία. Λες και δεν πρόκειται για επανάληψη του ίδιου έργου. Κάνεις πως ταράζεσαι, κάνω πως ξαφνιάζομαι. Και προσπερνιόμαστε βιαστικά, λες κι υπήρχε περίπτωση κανείς μας να τολμήσει τίποτα άλλο.

Και μας παίρνει από κάτω. Οι επιστροφές βλάπτουν την πρόοδό μας και βασανίζουν αυτά που πάσχουμε να ορθοποδήσουμε. Χαλιόμαστε και ξοδεύουμε κι άλλες ανούσιες ώρες να μετράμε τα πεπραγμένα μας, αναπολώντας αυτά που άξιζαν επενδύσεις. Έχουμε την προσδοκία πως δε θα ξαναϊδωθούμε ή πως μέχρι τότε θα τα ‘χουμε βρει με τον εαυτό μας και τα λάθη μας.

Έλα, ας μη γελιόμαστε. Δεν ξέφυγε κανείς απ’ τη μοίρα του. Εμείς διαλέξαμε να γίνουμε δύο ξένοι σε ίδιο τόπο. Μοιράσαμε φεύγοντας πολλά, αλλά δε μοιράζονται οι δρόμοι, τα στενά, οι γειτονιές. Δε μοιράζονται οι αδυναμίες. Κι εμείς είμαστε τόσο ίδια αδύναμοι μπροστά σ’ αυτό που θέριεψε ανάμεσά μας. Ήταν πρώτα μια ανεξέλεγκτη αγάπη κι έμεινε μια ανυπόφορη συνύπαρξη.

Όλα είναι στο μυαλό. Αν περιμένουμε να μη συναντηθούμε για να συνηθίσουμε στην απουσία, τότε πλανιόμαστε κι οι δυο. Πρέπει να μάθουμε να ζούμε έτσι. Πρέπει να βολέψουμε τις αδυναμίες μας σε ρεαλιστικές συνθήκες. Πρέπει να γίνουμε αδιάφοροι. Ο ένας στον άλλο. Ο ένας για τον άλλο. Και σύντομα μάλιστα.

Πρέπει να πάψουμε να μαντεύουμε και να υποθέτουμε. Ποιος ήταν εκείνος που περπατούσε δίπλα σου, ποιος σου πήρε δώρο το ρολόι στον καρπό σου, για ποιον ξυπνάς πρωί εσύ, που μεσημέριαζε πάντα για να μου μιλήσεις; Τι σημαίνει το σημάδι στον λαιμό σου, που δε θα μάθω ποτέ αν διέκρινα καλά; Ποιος σου μιλούσε στο τηλέφωνο; Σκέφτηκες να με σταματήσεις όπως πέρασα πλάι σου;

Οι σκέψεις στο τέλος φουντώνουν ένα θυμό που παρακαλά να ξεθυμάνει. Πνίγηκε απ’ το κακό του και δεν εξημερώνεται στις γνωστές διοχετεύσεις. Δεν αποπλανιέται με ποτά, δεν εξαγνίζεται με υποκατάστατα, δεν ξελογιάζεται με στημένα φλερτ. Δεν ξεχνιέται με τεχνητούς οργασμούς.

Καιρός, λοιπόν, να κοιμηθούμε, μωρό μου, όπως στρώσαμε. Είναι καιρός ό,τι δε βιώνεται να πάρει δρόμο. Γιατί αν δεν μπορούμε να ζήσουμε μαζί, επιβάλλεται να μπορούμε να ζήσουμε χώρια.  Επιβάλλεται να μπορούμε να κυκλοφορούμε χωρίς να μας κατατρέχουν φοβίες για ατσούμπαλες συνευρέσεις.

Μόνο εμείς μπορούμε να σωπάσουμε τις γλωσσούδες στο κεφάλι μας. Ερινύες παραλύουν τη λογική μας και χειραγωγούν τις άμυνές μας. Και ξεχνάμε κάθε φορά που ευθυγραμμίζονται οι ματιές μας πως αυτό που είμαστε είναι αυτό που αφήσαμε να γίνουμε. Τίποτα καλύτερο, τίποτα χειρότερο. Είναι δημιούργημά μας και ζει εδώ που ζούμε κι εμείς.

Σε μερικά μετρημένα τετραγωνικά χιλιόμετρα.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη