Δοκίμασα να σε ξεχάσω. Να σε κάνω στάχτη σε εκείνο το τασάκι με τ’ αποτσίγαρα, να σε κάνω ένα τελευταίο μεθύσι που θα μ’ έβρισκε με δάκρυα και θα μ’ άφηνε με γέλια έστω και ψεύτικα, αλκοολικά, να σε κάνω μια ακόμα φωτογραφία απ’ αυτές που ούτε κι εγώ ξέρω πού είναι καταχωνιασμένες, να σε κάνω πρώην, να σε πω παλιά ιστορία και να σε προσπεράσω με εκείνα τα «πάμε γι’ άλλα» που λένε εκείνοι που θεωρούν πως τα καλύτερα είναι αυτά που δεν έχουν έρθει ακόμα. Και για πες μου τώρα εσύ, πώς θα το πιστέψω αυτό, αφού εσύ είσαι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί, ό,τι καλύτερο έχει γεννηθεί σε τούτο τον κόσμο;

Δοκίμασα να αδιαφορήσω. Να σε δικαιολογήσω με εκείνα τα «δεν πειράζει», να φανώ υπεράνω με εκείνα τα «ό,τι έγινε, έγινε», να σε συναντήσω στο δρόμο και να σε χαιρετήσω σαν ποτέ να μην ήρθαμε κοντά εμείς οι δύο, να σου ευχηθώ αγάπη κι ευτυχία σε γιορτές, γενέθλια κι άλλες περιστάσεις, λες κι είμαστε φίλοι ή γνωστοί, λες κι εμείς δεν παραγνωριστήκαμε ποτέ. Και για πες μου κι αυτό. Πώς να θέλω να βρεις αγάπη , όταν μου ‘χουν γίνει εφιάλτες οι στιγμές που θα απλώνεις το κορμί σου σε άλλες αγκαλιές και πώς να θέλω να ευτυχήσεις, όταν ακόμη με στοιχειώνουν εκείνα τα χαμόγελα που χάριζες σε μένα που τάχα τ’ άξιζα;

Δοκίμασα να σε μισήσω. Να σε βρίσω, να τα ερμηνεύσω όλα έτσι που να με βολεύει να λέω πως ήσουν η χειρότερη επιλογή της ζωής μου, να με παρουσιάσω ως θύτη για να γλιτώσω από εκείνες τις ενοχές ότι έφταιξα που σε έχασα, να φορτώσω πάνω σου λάθη, ζήλιες, νεύρα, αναποφασιστικότητες κι άλλα τέτοια απλά και μόνο για να σε μειώσω στα δικά μου μάτια, για να σε απομυθοποιήσω. Και για πες μου και τ’ άλλο. Πώς να σε μειώσω που είσαι πια τόσο ψηλά που δε σε φτάνω, πώς να σε απομυθοποιήσω που μαζί σου έζησα ένα παραμύθι που σαν κι αυτό δεν υπάρχει άλλο;

Θα ‘θελα να μην υπήρχες. Μόνο έτσι μπορώ να συνεχίσω τη ζωή μου. Μόνο αν ξεχάσω όλα όσα ζήσαμε -αναμνήσεις, εικόνες, γεύσεις, αισθήσεις-, μόνο αν σταματήσω να σκέφτομαι πόσα θα μπορούσαμε να ζήσουμε ακόμα –όνειρα, πεποιθήσεις, προσδοκίες, επιθυμίες- , μόνο τότε μπορώ να ελπίζω πως θα ξαναχαμογελάσω, πως θα ξαναβάλω τη ζωή μου σε τάξη, πως για μια φορά θα μπορέσω κι εγώ να ξαναείμαι εντάξει.

Τρελαίνομαι στη σκέψη πως είσαι κάπου εκεί έξω, πως μπορώ να έρθω να σε βρω, ενώ ξέρω πως εσύ θα με αγνοήσεις, πως μπορώ να καλέσω τον αριθμό σου άλλη μια φορά, κι ας γίνει απλά μια ακόμη αναπάντητη κλήση στην οθόνη του κινητού σου, πως μπορώ να έρθω να σου χτυπήσω το κουδούνι, κι ας ξέρω πως δε θα σε νοιάζει γιατί θα είστε μαζί ή γιατί θα λείπεις και θα τριγυρνάς.

Όσο υπάρχεις, εγώ βασανίζομαι με κάτι ερωτήματα που δε θα απαντηθούν ποτέ, που κι αν απαντιόνταν, δε θα άντεχα να μάθω την αλήθεια. Ποιος άνθρωπος σε κάνει τώρα να γελάς; Ποιος σε βγάζει απ’ τα ρούχα σου τις νύχτες; Σε ποια αγκαλιά γυρίζεις; Πού νυχτοπερπατάς; Φλερτάρεις, ερωτεύεσαι, καψουρεύεσαι, αγαπάς κι αγαπιέσαι; Πίνεις, διασκεδάζεις, μεθάς, παρασύρεσαι, αποπλανείς κι αποπλανιέσαι; Τάζεις, τάζεσαι, σου τάζουν, σου τάζονται, ηδονίζεις κι ηδονίζεσαι;

Όσο ξέρω πως υπάρχεις, απλά ελπίζω. Κι όσο ελπίζω, απλά καταστρέφομαι. Γιατί εσύ είσαι αλλού ή αν δεν είσαι αλλού, τουλάχιστον δεν είσαι πια εδώ. Αυτό δεν αλλάζει, γιατί το προσπάθησα. Κι αγάπη, αγάπη μου, με το ζόρι δεν πήρε ποτέ κανείς από κανέναν. Κι επειδή για κάτι τέτοιες ζόρικες αγάπες με κατηγόρησες , όταν εγώ σου έδινα όλο μου το είναι, μάζεψα όπως-όπως τα παρακάλια μου κι έμεινα με εκείνη τη βουβή, ανομολόγητη πίστη πως μέσα στο αγύριστο κεφάλι σου υπάρχουμε εμείς που αξίζουμε μία δεύτερη ευκαιρία, μία μόνο σωτηρία.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη