Και τώρα οι δύο μας. Απόψε θα σε γονατίσω. Απόψε ένας απ’ τους δύο μας θα φύγει. Πάει καιρός τώρα που με αποφεύγεις, όπως ο διάολος το λιβάνι, γιατί ξέρεις καλά το κακό που μου έχεις κάνει. Έφτασε η ώρα λοιπόν να τα πούμε έξω απ’ τα δόντια.

Πριν όμως σου πω το παραμικρό θα ήθελα να σου θυμίσω πόσο περήφανος ήμουν για σένα κάποτε. Πόσο σε θαύμαζα για όσα μόνος κατάφερες, χωρίς την παραμικρή βοήθεια από κανέναν. Δεν ήταν εύκολο να σε καταλάβει κανείς ποτέ. Έπρεπε να σκάψει μέσα σου για ν’ ανακαλύψει όσα καλά είχες καταφέρει να κρύψεις απ τον πολύ κόσμο που πάντα σε περιτριγύριζε.

Έζησες μια ζωή «στα κόκκινα», γεμάτη από εμπειρίες, φιλίες, έρωτες, ταξίδια, δουλειές. Κράτησες πάντα τις αξίες σου και τις αρχές σου πάνω απ’ όλους κι απ’ όλα. Ήσουν εκεί σ’ όποιον σε χρειάστηκε είτε ζήτησε τη βοήθεια σου είτε όχι. Ήρωας μια ζωή για τους άλλους. Ήσουν εκεί για να δώσεις ό,τι καλύτερο είχες χωρίς να περιμένεις τίποτα.

Τα κατάφερες ακόμη και τότε που όλοι πίστεψαν πως τελείωσες, πως ισοπεδώθηκες από παντού κι από μέσα τους γελούσαν με ικανοποίηση, γιατί ήξερες πως ζήλευαν σαν τρελοί. Ακόμα και τότε σηκώθηκες και ξαναπάτησες γερά στα πόδια σου. Φόρεσες το ομορφότερό σου χαμόγελο και πιάστηκες από ό,τι καλό είχε απομείνει μέσα σου για να συνεχίσεις και να δώσεις εσύ δύναμη στους γύρω σου που είχαν παραλύσει με τις μαζεμένες «ατυχίες» που σε βρήκαν, όπως έλεγαν.

Ειρωνεία μεγάλη να παρηγορείς τους άλλους για την κατάστασή σου! Ήμουν περήφανη για σένα, γιατί κατάφερες να μη συμβιβαστείς με το λίγο τους κι έφευγες απ’ ό,τι δε σε γέμιζε. Αποζητούσες πάντα το πολύ σου.

Τώρα όμως σε κατηγορώ! Σε κατηγορώ με όλη τη δύναμή μου και σε ρωτάω. Αγαπημένε μου εαυτέ, ποιος είσαι και τι κάνεις; Μέρες τώρα σέρνεσαι με το κεφάλι σκυμμένο και την ανάσα μισή. Μοιάζεις να μην επικοινωνείς με το περιβάλλον, σου λένε οι φίλοι. Έχεις μια μόνιμη θλίψη στα μάτια, λένε άνθρωποι που δε σε γνωρίζουν καν. Παίζεις θέατρο. Ένα καλοστημένο θέατρο σ’ όλους για να μπορέσεις ν’ ανταπεξέλθεις.

Βγαίνεις, χορεύεις, τραγουδάς, πίνεις, γελάς δυνατά κι ανάμεσα σε εκείνα τα γέλια πνίγεις θάλασσες από δάκρυα, που αν τ’ αφήσεις θα σε λυγίσουν φέρνοντάς σε ξανά πίσω. Παίρνεις το αμάξι σου και φεύγεις. Φεύγεις με τη μουσική στη διαπασών ν’ ακούς ξανά και ξανά το ίδιο τραγούδι. «Άστα όλα κι έλα τι ζητάω, μακριά σου δύσκολα περνάω». 

Πάλι φεύγεις τρέχοντας και προσπαθείς να ξεφύγεις απ’ τους δαίμονές σου. Με βυθίζεις στο σκοτάδι προσπαθώντας να σβήσεις τα σημάδια απ’ την ψυχή και με βλέπεις να πέφτω στο κενό, μα ούτε το χέρι σου δεν απλώνεις να με πιάσεις. Δε θες να με σώσεις. Πόσο κακό μου έχεις κάνει κι επιμένεις να συνεχίζεις. 

Μια λέξη, μια εικόνα, μια μυρωδιά, ένα τραγούδι, θα έρθουν να ξύσουν την πληγή που άφησες να μου ανοίξουν. Με άφησες να διπλωθώ στα δύο απ’ τον πόνο. Γροθιά στο στομάχι άφησες να μου ρίξουν κι αντί να βάλεις μπροστά μια ασπίδα, κάτι έστω λίγο για να με προστατέψεις, εσύ άνοιξες τα χέρια σου κι είπες «χτυπήστε αντέχει». Δε με σκέφτηκες λεπτό.

Πόσο επιπόλαιος είσαι τελικά για να πιστέψεις τόσο πολύ κάποιον άλλον εκτός από μένα; Θυμάσαι που σου φώναζα; Κράτα και κάτι για σένα. Μη σκορπίζεσαι. Μην το παίζεις ήρωας. Όποιος δε γουστάρει να σωθεί, δεν μπορείς εσύ να τον σώσεις. Δε με άκουσες. Τόσο πλανεύτηκες από μια άλλη ψυχή που έμοιαζε αληθινή. Νόμιζες πως ήξερες. Τίποτα δεν ήξερες τελικά. Τόσα μυστικά, τόσες κρυμμένες αλήθειες.

Εσύ λευκό χαρτί να γράψουν πάνω του και μετά να το τσαλακώσουν και σα να μην έφτανε αυτό να το σκίσουν και σε χίλια κομμάτια. Πώς επέτρεψες να μου το κάνουν αυτό μου λες; Πέρασες μέσα απ’ τη φωτιά και στάθηκες όρθιος. Όφειλες να με προστατέψεις.

Τι ήταν εκείνο που σε μάγεψε και γκρέμισες τα τείχη σου χωρίς δεύτερη σκέψη και τώρα το πληρώνεις; Ελπίζω να το απολαμβάνεις που με ξεμπρόστιασε, που μου πέταξε στα μούτρα ότι όλα ήταν ένα ψέμα, πως τίποτα απ’ όσα έκανε δεν ήταν αληθινό και ζητά συγγνώμη, έτσι απλά. Δε σεβάστηκε τίποτα. Εσύ το χαβά σου, πεταλουδίτσες και λουλουδάκια έβλεπες, θαύμαζες τον πιο υπέροχο άνθρωπο για να του δώσεις το πιο υπέροχο εγώ σου, να το ποδοπατήσει. Συγχαρητήρια. 

Δε με νοιάζει που έχεις θυμώσει τώρα κι είσαι σαν αγρίμι σε κλουβί. Δε με νοιάζει τι περνάς. Εγώ φεύγω. Κι όλα τα «άντε γαμήσου» που θες να του πεις, αν ποτέ τον ξαναδείς -που ούτε αυτό δεν μπορείς να κάνεις είμαι σίγουρη- στα λέω εγώ τώρα μαζεμένα και φεύγω.

Άντε γαμήσου εαυτέ μου, σε παρατάω μ’ ακούς; Φεύγω και ψάξε να με βρεις, όταν συνέλθεις. Να σε δω τώρα ποιον θα ψάχνεις, εμένα ή εκείνον; Εκείνος είναι μια χαρά κι ας σου έχουν μείνει κάποιες ακόμη αμφιβολίες. Μη στενοχωριέσαι, ούτε γρατζουνιά δεν έπαθε, ούτε μύτη δεν άνοιξε. Είχε μεγάλη δύναμη κι υπέρμετρο εγωισμό τελικά κι άφησες να τα βγάλει όλα σε μένα. Τι είχαμε, τι χάσαμε!

Εσύ έχασες τον κόσμο κάτω απ’ τα πόδια σου. Εσύ πίστεψες. Εσύ πονάς γιατί σου λείπει, ναι σου λείπει, πάψε να με κοροϊδεύεις πια, σε ξέρω καλά, εθίστηκες για τα καλά, ειδάλλως δε θα τον αποζητούσε το κορμί σου ακόμη μετά από τόσο καιρό. Δε θα έψαχνες μεθαδόνη για να καταλαγιάσεις τον πόνο. Δε θα έφτανες σε σημείο να μη σε αναγνωρίζω πια. Ντρέπομαι για σένα.

Και ξέρεις κάτι; Δε σε συγχωρώ, γιατί με έριξες στο μόνο που δεν ήθελα να πέσω. Σε μένα. Γι’ αυτό, σου λέω, φεύγω και ψάξε να με βρεις. Δεν έχεις και πολύ χρόνο. Ακόμα κι αυτός σε εγκατέλειψε. Άντε γεια. Τα λέμε. 

 

Επιμέλεια κειμένου Βίβιαν Παναγιώτου: Νάννου Αναστασία.

Συντάκτης: Βίβιαν Παναγιώτου