Κάποια στιγμή θα ερχόταν κι η δική σου σειρά. Το απέφευγα, συνειδητά κάποτε, λόγω ενός τεράστιου φόβου. Πώς να χωρέσεις 15 χρόνια σε ένα χαρτί και πώς να αναδείξεις την αξία του «ευχαριστώ» μέσα από λέξεις; Πώς να ψάξεις ένα τόσο πολύτιμο ενδόμυχο κομμάτι σου χωρίς το παραμικρό λάθος που θα μειώνει την ανεκτίμητη αξία του; Μα όσο γράφεις αλήθειες, όσο η ψυχή σου απλώνεται ολόγυμνη, είναι και το μόνο που αρκεί. Να είμαι αληθινή και να μη στερούμαι τον εαυτό μου για τίποτα, αυτό δεν έλεγες πάντα;

Ήμουν-δεν ήμουν 15 χρονών όταν σε γνώρισα, ειλικρινά δε θυμάμαι πού ακριβώς! Σε θυμάμαι να χαμογελάς πάνω σε ένα κομμάτι τούρτα, αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως γελούσες με την καρδιά σου απλώνοντας στα μάτια μου την πρώτη δόση της αλήθειας σου. Και νομίζω πως αυτή ήταν καθ’ όλα αρκετή.  15 χρόνια με τα διαστήματά τους, 15 χρόνια με τα όμορφά τους και με τα πιο δύσκολα άσχημά τους, 15 χρόνια γεμάτα, ακόμα κι όταν ήσουν απ’ τη ζωή μου απούσα.

Μια φιλία με ισχυρότατο άρωμα μαμάς, μια φιλία αδερφική με έντονα ίχνη της προστατευτικότητας, της αγάπης, και κυρίως της αγνότητας σε κάθε πρόθεσή σου ακόμα κι όλες εκείνες τις στιγμές που δεν έλεγα να το καταλάβω. Ωρίμασα μαζί σου απότομα κι αυτό να ξέρεις, είναι ένα παντοτινό όπλο, ένας μόνιμος συνοδοιπόρος για όλη τη ζωή μου. Για εκείνα τα δύσκολα που μας έπνιγαν στα κλάματα, για εκείνα τα τόσο ζόρικα που για καιρό έκαναν τα αδιέξοδα να φαντάζουν μονόδρομο, για όλα εκείνα που τελικά πέρασαν μα κυρίως μας βρήκαν μαζί.

Γράφω όμως και για εκείνα που ήρθαν και δε μας βρήκαν μαζί. Για εκείνα που ο εγωισμός κι η επιμονή μου στέρησαν απ’ τον εαυτό μου να τα περάσω μαζί σου, για εκείνες όλες τς φορές που η απελπισία με έβρισκε μόνη μου να πλανιέμαι βρίσκοντας λύση όταν το μαζί σου ήταν πάντα η πιο επιβεβαιωμένη, η πιο διασφαλισμένη λύση.

Για εκείνα που πέρασες κι εγώ έλειπα, δε θα μου το συγχωρέσω ποτέ που δεν ήμουν δίπλα σου να σου σφίγγω το χέρι και να σου λέω βλακείες! Δε θα σε χάσω ξανά, σου είχα πει, κάποιο καιρό μετά και μάρτυράς μου τα πάθη μου, ήταν μια απ’ τις πιο συνειδητές κουβέντες που με ανάγκασε η ζωή να πω. Ήρθες πίσω στα δύσκολα για μένα, στα όμορφα για σένα, μα ήταν αυτός ένας καλός λόγος για να είμαι κι εγώ καλά.

Ξέρεις, είναι στιγμές που θέλω να ξέρω πως είσαι καλά, πως χαμογελάς, πως σκας εκείνα τα χαρακτηριστικά γέλια σου. Αυτά αρκούν για να χαμογελάσω και γνωρίζεις καλά πως το γέλιο μου το ‘χω στερηθεί τόσες πολλές φορές! Όσες μέρες κι αν περάσουν, μα το Θεό, η σκέψη μου είναι πάντα δίπλα σου. Κι όταν πολλοί σιγά-σιγά φεύγουν, ξέρω πως εκείνα που δοκιμάστηκαν τόσο πολύ, είναι κι εκείνα που είναι για να μείνουν πάντα.

Για σένα που με έκανες να ταξιδέψω και να θέσω στόχους στη ζωή μου, για σένα που με κάνεις να γελώ μέχρι να πονέσει η κοιλιά μου, για σένα που τα άτσαλα λαθάκια σου μου θυμίζουν εμένα, για σένα που πιστεύεις στις δυνάμεις μου όταν εγώ είμαι έντονα πεπεισμένη για το αντίθετο. Για σένα λοιπόν που η ζωή σου μου έδειξε πως τα δύσκολα είναι μόνο για τα αντιμετωπίζουμε, για σένα έμαθα να αντέχω, να επιμένω, να αγωνίζομαι.

Για την ανθρωπιά που γύρω μας εκλείπει και δίπλα σου την έμαθα σε όλο της το μεγαλείο, για την τεράστια αγάπη σου για τα ζώα, τα αστεία και τη γλώσσα μας που μόνο εμείς καταλαβαίνουμε, για όλα αυτά που κάποτε ξεχνώ.

Μία συγγνώμη, ένα ευχαριστώ, κι όλα τα αποθέματα αγάπης που έχω φυλαγμένα πάντα για σένα.

 

Στη δεύτερη μαμά μου, αδερφή και φίλη μου, Λουίζα.

Συντάκτης: Ήβη Παπαϊωάννου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη