Ρουτίνα καθημερινή κι απόλυτη. Να σηκωθείς να πας εδώ κι εκεί, να είσαι στην ώρα σου, να μην ξεχάσεις καμιά υποχρέωση, να τους προλάβεις, να μη σε προλάβουν. Όλα αυτά σε ρυθμούς εξαντλητικούς για μυαλό και σώμα. «Να φτάσω σπίτι να χωθώ στο κρεβάτι κι ας γκρεμιστεί ο κόσμος», λες και το εννοείς. Κι έρχεται εκείνη η ώρα κι ο ύπνος αντικαθίσταται από διαλόγους με το ταβάνι. Αϋπνίες, μάτια ορθάνοιχτα κι ένα τσουβάλι σκέψεις να σε πλακώνουν χωρίς να ξέρεις αν τις προκαλείς εσύ ο ίδιος.

Πριν μεγαλώσω, όσο έβλεπα τη μάνα μου άγρυπνη, σαν να κάνει σκοπιά, απορούσα. Τι θέλει και κάθεται ξύπνια, δεν έχει ανάγκη να κλείσει τα μάτια της, να ηρεμήσει; Οι απαντήσεις άρχισαν να γίνονται προφανείς, όταν χρόνο με τον χρόνο, οι σκέψεις μου άρχισαν να με ελέγχουν κι όχι το αντίστροφο. Στριφογυρνούσα στο κρεβάτι κι ησυχία δεν έβρισκα. Κι αν γίνει αυτό, κι αν γίνει το άλλο. Και με έβρισκε ξημέρωμα να φτιάχνω ιστορίες που και σεναριογράφος θα ζήλευε. Και δεν ήταν μια νύχτα, αλλά πολλές. Ακόμα έχω την τύχη να αποκαλώ την αϋπνία φίλη κολλητή μου. Σε σκέψεις καλές, κακές, δεν υπάρχει κριτήριο. Ανάλογα με το γεγονός που διαταράσσει τη λογική μου, είναι σχεδόν βέβαιο πως αυτό θα μου στερήσει και την ευκαιρία να κοιμηθώ το βράδυ.

Ακούς τη λέξη αϋπνία κι ίσως ενδόμυχα σού έρχεται η εικόνα ενός αγχώδους ανθρώπου, μιας ανήσυχης κατάστασης που σε τυραννάει τα βράδια. Ε κάπως έτσι, νομίζω πως είναι στην πραγματικότητα. Το πρόβλημα πάει πακέτο με την ολονυχτία. Βόλτες στο σαλόνι, μισό πακέτο τσιγάρα κάτω από τον απορροφητήρα και βήματα στις μύτες- στην περίπτωση που ο διπλανός σου τον έχει γλυκοπάρει. Αυτός είναι ο κώδωνας κινδύνου, πως πρέπει να τα βάλεις κάτω κι είτε να χαλαρώσεις, είτε να αντιδράσεις απέναντι σ’ αυτό που σου τρώει την ψυχή, την ηρεμία, τη δυνατότητα να κλείσεις τα μάτια σου και να τ’ ανοίξεις ξανά με την ανατολή του ήλιου. Κακά τα ψέματα, δε νιώθεις και πολύ δυνατός όταν το μυαλό σου δουλεύει non stop, χωρίς να καταλαβαίνεις τον λόγο. Κάθε άλλο.

Μια νύχτα ξάγρυπνο σε βρίσκει να σκέφτεσαι αυτά που νόμιζες πως είχες ξεχάσει, επαναφέρεις επίπονες σκηνές στο μυαλό σου, αγχώνεσαι προκαταβολικά για όσα περιμένεις, γι΄αυτά που θα έρθουν και δεν είσαι σε θέση να υπολογίσεις. Η δική μου πρωταγωνιστική ατάκα είναι διαχρονικά η ίδια: «Κι αν δεν προλάβω;» Ο φόβος πως αργώ τώρα, πως θ’ αργήσω αύριο, γιατί δεν έκανα χθες αυτό που ήθελα, θα μου μείνουν τελικά λεφτά για κανένα ταξιδάκι ή θα με φάει η μιζέρια; Μπάχαλο με άλλα λόγια, απλώνεται στο μαξιλάρι. Δεν υπάρχει άλλη περιγραφή, πιο απλή.

Για τον καθένα η αιτία είναι άλλη, ο τρόπος για να διώξεις βέβαια αυτή την ενοχλητική φίλη ακόμη δε φαίνεται κάπου στον ορίζοντα. Όταν ήμασταν μικρά μας έλεγαν να μετρήσουμε προβατάκια κι έπιανε. Όχι γιατί ήταν η χρυσή τομή το πρόβατο να τρέχει χαρωπά στη φαντασία σου, αλλά γιατί πίσω από αυτό δεν υπήρχαν σοβαρά προβλήματα. Μεγαλώνοντας οι σκέψεις γίνονται πιο σύνθετες και φτιάχνουν μια αλυσίδα με το εκάστοτε πρόβλημα. Κι όταν οι ρυθμοί χαλαρώσουν, εκεί που νομίζεις πως είσαι πια ελεύθερος, έρχεται και σου χτυπάει τον ώμο- τι νόμιζες, πως θα κοιμηθείς; Άλλο ανέκδοτο αυτό.

Σαν παλαίμαχος στο άθλημα, εξπέρ σε διαλόγους με τους τοίχους, έχω να πω πως πρόκειται για χαμένο χρόνο. Εμείς οι ίδιοι τροφοδοτούμε το κεφάλι μας με επιπλέον ανησυχίες από αυτές που ήδη έχουμε στην καθημερινότητά μας, πιστεύοντας πως η εντατική υπέρ-ανάλυση θα φέρει και τη λύση που ψάχνουμε. Αν είχα τη δυνατότητα να κάνω πράξη το αυτονόητο, θα σκεφτόμουν μονάχα το γνωστό «κι αύριο μέρα είναι». Αυτή είναι η αλήθεια, σε ό,τι κι αν μας απασχολεί. Κι ίσως πρέπει να πιέσουμε τον εαυτό μας να την εφαρμόσουμε, αν θέλουμε να τη διώξουμε εκείνη τη φίλη που μας επισκέπτεται μόνο μετά τα μεσάνυχτα.

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου