Ήσουν ό,τι καλύτερο μου είχε συμβεί. Όλες οι όμορφες σχέσεις του κόσμου δεν αρκούσαν για να μοιάσουν σε αυτό το ιδανικό που εμείς οι δύο πλέξαμε. Ήσουν πάντα η αδυναμία μου μα ταυτόχρονα κι η δύναμή μου. Ο λόγος που άνοιξα τα μάτια μου κι είδα όσα μέχρι τώρα εθελοτυφλούσα. Τα κίνητρά μου για να αγαπήσω τον εαυτό μου. Να μάθω τις ιδιαιτερότητές μου, να κατακτήσω όλα αυτά που έχω σήμερα. Όλα συνέβησαν απ’ όταν άρχισα να σ’ αγαπώ.

Άρχισες να σημαίνεις τις πρώτες μου χαμογελαστές σκέψεις, ύστερα τον έρωτα και την αγάπη, μέχρι που φτάσαμε στον πόνο, τη νοσταλγία και το απόλυτο τίποτα. Κι αυτό το «τίποτα» γέμισε το μυαλό μου με εικόνες που δεν περιλάμβαναν πια εσένα μα πολλά «καθόλου», ένα «ποτέ» και κάμποσα ανεξήγητα «γιατί».

Οι παλιές μας κοινές στιγμές ξεθώριασαν στη μνήμη μου και πήραν τη θέση τους κάπου τσαλακωμένες στα συρτάρια του παρελθόντος. Κουράστηκαν να παίζουν τον ρόλο του πρωταγωνιστή σε ένα σενάριο χωρίς διαλόγους. Συννέφιασαν, έγιναν καταιγίδες έτοιμες να πνίξουν και τους δύο μας με έναν χείμαρρο λόγων που μας θέλουν χωριστά.

Το δέχθηκα. Ποια είμαι εγώ που θα αρνηθεί εκείνο που η μοίρα ορίζει. Ό,τι δε με θέλει κοντά του έμαθα να το απωθώ, πριν καν αντιληφθώ πως η ζωή έχει τον σκοπό της για όλα όσα συμβαίνουν. Κι έτσι, ο μικρός γυάλινος κόσμος μας ράγισε και μαζί του έσπασε και κάθε ανάγκη να σε ‘χω κοντά μου. Κάθε επιθυμία να ακούω τη φωνή σου βούτηξε απευθείας στο κενό, παίρνοντας μαζί της και τις τελευταίες σταγόνες απογοήτευσης, αποστραγγίζοντας κάθε συναίσθημα, μια και καλή. Κι όχι μόνο.

Την ημέρα του χωρισμού μας δε σταμάτησε απλώς ο χρόνος. Έπαψε κι ο νους να τροφοδοτεί αναμνήσεις. Έπαψε το σώμα να αισθάνεται άλλα σκιρτήματα. Οι φωνές μας σιώπησαν μαζί με τα γέλια και τους ψιθύρους. Τα χέρια δεν ένιωσαν πια άλλα αγγίγματα. Κι όλα αυτά από μόνα τους είναι αρκετά για να σφραγίσουν τα πάντα. Τα χείλη ψέλλισαν ένα δειλό «σ’ αγαπώ». Η διαίρεση έγινε με μας να εξισωνόμαστε σε αντίθετους ρόλους, βγάζοντας τελικά μηδέν στο πηλίκο. Θα συνεχίζω να σε σκέφτομαι, μα δεν έχω άλλη έμπνευση πια για ‘σένα.

Στην αρχή ήταν ο πόνος κι η νοσταλγία που γέμιζαν το χαρτί μου με αράδες από λέξεις. Έκρυβαν μέσα τους έναν άνθρωπο απογοητευμένο. Η θλίψη, όταν αποτυπώνεται και μοιράζεται, γίνεται περισσότερο υποφερτή. Ο χρόνος τη βοηθά να αλλάζει μορφή και να μεταβάλλεται σιγά-σιγά σε αποφασιστικότητα. Βρίσκει εσένα να αρνείσαι πεισματικά να γράφεις μόνο για σκοτάδια. Για απώλειες, απωθημένα, πρωινά δίχως αγκαλιές, κρύα στρώματα κι απουσίες που καίνε. Αναζητά διέξοδο, παράθυρο στο φως. Όσο ευάλωτη κι αν ήμουν, είχα αρχίσει να αναπνέω. Να παίρνω γόμα και να σβήνω μία-μία απ’ τις κόλλες μου τις μουντζούρες. Προετοίμαζα πια τον καμβά μου για να γεμίσει ξανά με χρώμα.

Όσο κέρδιζα πίσω τον εαυτό μου τόσο το λιγότερο έβρισκα εσένα μέσα στις σκέψεις και τις λέξεις μου. Εφόσον δεν μπορούμε να ‘μαστε μαζί στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να συνυπάρξουμε πουθενά. Δε χωράμε σε καμία σελίδα. Η ιστορία μας είχε αρχή, μέση μα και τέλος. Και το τέλος αυτό έδωσε τέρμα στα ερεθίσματα, στα κίνητρα, στις αναμνήσεις που είχαν ανάγκη να αποκτήσουν μια μορφή. Ποιος θέλει να δώσει υπόσταση σε εικόνες θολές και γεύσεις πικρές;

Κάποιες φορές αισθάνομαι πως μέσα απ’ τις σιωπές και τις κενές οθόνες σε τιμωρώ. Στο μυαλό μου και τα τετράδιά μου πιάνουν χώρο μόνο όσοι πρωταγωνιστούν στη ζωή μου, εκείνοι που κέρδισαν την ευκαιρία να σταθούν στο πλάι μου μέχρι το τέρμα. Εκείνοι που με εκτιμούν κι έχουν κρατήσει θέση στη δική τους καθημερινότητα για μένα. Αυτοί είναι κι οι άνθρωποι που για χάρη τους θα γραφτούν ιστορίες, κλειδώνοντας ανεξίτηλα το στίγμα τους στον χρόνο.

Έπαψες, λοιπόν, να με εμπνέεις. Γιατί έμπνευσή μας αποτελούν όσοι μας ξυπνούν από θλίψεις κι αδράνειες, όσοι μας προσφέρουν νέες εμπειρίες και μας προκαλούν όλη την γκάμα των συναισθημάτων, με τις εναλλαγές να δίνουν κάθε φορά ξεκάθαρο προβάδισμα στα πιο λυτρωτικά, τα πιο φωτεινά. Γιατί όταν οι παρουσίες αντικαθίστανται από απουσίες, η μορφή τους ξεθωριάζει, μαζί κι οι αναμνήσεις τους. Το μυαλό αδειάζει και δεν απομένει πια τίποτα.

Μέχρι που, σταδιακά, εκείνη η μορφή που κάποτε έδινε νόημα σ’ όλα, σβήνει από παντού. Απ’ το παρόν, το μέλλον, τον νου, τα σχέδια, τη ζωή μας την ίδια, και πνίγεται στις σιωπές, και χάνεται στην άλαλη λήθη.

Συντάκτης: Μαίρη Νταουξή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη