Όλοι έχουμε εκείνο το μέρος ή και κουτί που φυλάσσουμε σαν τα μάτια μας τα ενθύμιά μας, τα αναμνηστικά μας. Aνοίγοντάς το θα βρεις αναμνηστικά από τις διακοπές και τα ταξίδια σου, ζωγραφιές που είχες κάνει στο δημοτικό, μέχρι κι ένα ερωτικό γράμμα που σου άφησε ο σύντροφός σου στο τραπέζι όταν ήσασταν στα καλά σας. Το κουτί των ενθυμίων είναι μια τεχνική που έχουμε υιοθετήσει από μαμάδες, παππούδες, συγγενείς και το Hollywood, για να κρατάμε μια επαφή με το παρελθόν μας, με τις αναμνήσεις μας.

Ανοίγοντας αυτό το κουτί θα βρει κανείς της Παναγιάς τα μάτια μέσα. Τι μπρελόκ και μολύβια που είχες ανταλλάξει με τους συμμαθητές σου στο δημοτικό, φωτογραφίες από τον πρώτο σου έρωτα, χαρτάκια παραγγελιών από την πρώτη φορά που βγήκε σε ταβέρνα όλη η φοιτητοπαρέα μαζί, μέχρι και τα φωσφοριζέ βραχιολάκια όταν παρτάρατε στην πούντα της Πάρου για πρώτη φορά (Ξέρεις για ποια λέω). Κρατάμε δηλαδή οτιδήποτε άχρηστο μπορεί να φανταστεί ένας ανθρώπινος εγκέφαλος μόνο και μόνο επειδή μάς θυμίζει τι ζήσαμε κάποτε και με ποιον.

Εκτός όμως από το κουτί των ενθυμίων, τα άχρηστα κι ανούσια πράγματα υπάρχει περίπτωση να επεκτείνονται κι έξω από αυτό. Μπορεί στο σπίτι σου να υπάρχουν διακοσμητικά που να μην είναι καν της αισθητικής σου, μόνο και μόνο επειδή στα έχουν πάρει αγαπημένα για εσένα πρόσωπα. Ίσως να έχεις στην ντουλάπα σου ρούχα, τσάντες  και παπούτσια που δεν πρόκειται να φορέσεις ούτε μία στο εκατομμύριο, απλώς και μόνο επειδή στα έχουν πάρει οι γονείς σου και δυσκολεύεσαι να τα αποχωριστείς. Γύρω από το κρεβάτι σου και τα ράφια σου, ίσως υπάρχουν αρκουδάκια, φωτιστικά και αγαλματάκια που απεχθάνεσαι για την ακρίβεια, αλλά κρατάς γιατί έχεις δεθεί μαζί τους ή επειδή δε διανοείσαι να τα πετάξεις-δώσεις. Κι όταν σε ρωτούν γιατί, θίγεσαι.

Έχοντας αυτά, τα κατά τ’ άλλα άχρηστα, αχρησιμοποίητα κι ανούσια για εσένα πράγματα, εσύ νιώθεις καλά. Νιώθεις ένα αίσθημα συμπόνοιας, ζεστασιάς. Κάθε φορά που τα κοιτάς πλημμυρίζεις αγάπη και νοσταλγία. Θύμισες από τα αγαπημένα σου πρόσωπα, τα πράγματά σου, τις δυνατές σου στιμές, το παρελθόν σου. Όλες αυτές οι κτητικές αντωνυμίες δίνουν μια απόχρωση στο ποιοι είμαστε αναλόγως με το τι μας ανήκει.

Δεν πετάμε ρούχα επειδή είναι από την παιδική μας ηλικία, δεν ξεφορτωνόμαστε αντικείμενα επειδή μάς τα έχουν πάρει οι γονείς μας και δεν απαλλασσόμαστε από πράγματα επειδή έχουμε ιδιαίτερες αναμνήσεις μαζί τους. Θέλουμε να επιβεβαιώνουμε συνεχώς την κτήση, αλλά παράλληλα νιώθουμε ότι αφήνοντας πίσω το αντικείμενο, αφήνουμε εμμέσως και το πρόσωπο, σαν να το προδίδουμε.

Η αίσθηση της κτήσης, σε δεύτερο επίπεδο, μας κάνει -στο μυαλό μας- παντοδύναμους, μας ανυψώνει το ηθικό και την αυτοπεποίθηση, μας κάνει σίγουρους και χαρούμενους. Στη ζωή που όλα φεύγουν κι έρχονται, έχουμε την ανάγκη κάτι να μένει σταθερό δίπλα μας. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τα πράγματά μας. Αυτά μάς υπενθυμίζουν ότι οι αγαπημένοι μας μπορούν να μείνουν ανέγγιχτοι και παντοτινά δίπλα μας μαζί με τις αναμνήσεις που έχουμε δημιουργήσει μαζί τους. Κι έτσι, κάπως αυτόματα μετατρέπουμε τη στιγμή που μάς δόθηκε σε μια στιγμή ολότελα αιώνια, ενώ κρατάμε τις σχέσεις στο μυαλό μας ζωντανές. Κι ίσως η μνήμη έτσι κι αλλιώς να μην ξέφτιζε, δε θέλουμε όμως να το ρισκάρουμε. Έτσι πληθαίνουν τα αντικείμενα, από φόβο μην ξεχαστούν οι στιγμές όταν πια φύγουν.

Κι είναι φυσιολογικό αυτό. Ο άνθρωπος πάντα νιώθει την ανάγκη να ανήκει κάπου και να του ανήκει κάτι. Όπως και να το κάνουμε, αυτό είναι στην ανθρώπινη φύση. Όμως, όσα πράγματα και να έχεις από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ή και να μην έχεις, να είσαι σίγουρος πως θα έχει μια θέση στη μνήμη σου, για όσο επιλέξεις να έχει, ασχέτως με το πόσα αντικείμενα έχεις κρατήσει που σού το θυμίζουν. Γιατί τα πράγματα, εδώ που τα λέμε, κάποια στιγμή θα λιώσουν, θα χαθούν. Οι στιγμές όμως ποτέ.

Συντάκτης: Μυρτώ Ανδρεαδάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου