Στέκεσαι μπροστά στον καθρέφτη σου αντικρίζοντας ένα άγνωστο, ανοίκειο είδωλο πια. Χρόνια που πέρασαν βιαστικά, χωρίς να σου χαρίσουν όλα όσα ονειρεύτηκες. Χωρίς να πραγματωθούν όλες εκείνες οι μύριες ανομολόγητες ευχές που σαν παιδί έστελνες, στο φεγγοβόλημα των κόκκινων άστρων του μπλε ουρανού σου. Κάνεις ξανά μια μικρή αναδρομή, καθώς μέσα στη θαμπάδα του κατόπτρου, προβάλλονται αργά οι σημαντικότερες στιγμές της ζωής σου. Διαδρομές στα άκρα, με γρήγορη νευρώδη οδήγηση, έντονες αποφάσεις που τις μετάνιωσες γρήγορα, πρόσωπα που αγάπησες πολύ και σου ανταπέδωσαν το ελάχιστο, πόθοι που έμειναν καταχωνιασμένοι στα σκεβρωμένα συρτάρια του άθικτου, πάθη που δεν καταλάγιασαν ποτέ.

Κι αισθάνεσαι το αίσθημα του ανικανοποίητου, να διατρέχει με ιλιγγιώδεις ταχύτητες τις φλέβες σου. Γιατί τόλμησες να τα γευτείς όλα, όσα αβάσταχτα θέλησες. Ένιωσες στα χείλη σου τις πύρινες πνοές του έρωτα, να σε σημαδεύουν κατάβαθα ως τα απύθμενά σου. Κι άγγιξες χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, τις ψυχές όσων αληθινά αγάπησες. Τους άκουσες να σου ψιθυρίζουν τα πιο κρυφά μυστικά τους. Κι εσύ, τους περίμενες. Πάντα τους περίμενες. Καρτερούσες να σε εμπιστευτούν και να σου χαρίσουν τα μυστικά σκουριασμένα κλειδιά τους, για να ξεκλειδώσεις τα βαθύτερα συναισθήματά τους, κι ό,τι βαθιά ανομολόγητο σέρνονταν στις σκέψεις τους. Γιατί κι εκείνοι, μόνοι τους δεν τόλμαγαν τις εξομολογήσεις. Δείλιαζαν και φοβόνταν ίσως, περισσότερο κι από σένα.

Κι έρχεσαι πάλι σήμερα, ν’ αναλογιστείς αν ο έρωτας αντέχει. Χωρίς χέρια να σ’ αγκαλιάζουν, χωρίς χείλη να ψελλίζουν στ΄ αφτιά σου λόγια μπλεγμένα με κρυφές επιθυμίες. Κι αναρωτιέσαι, αν τελειώνει άραγε ο έρωτας, όταν η αγάπη αρχίζει να τον διεκδικεί. Μπαίνει στην κατάψυξη με τα χρόνια, απονευρώνεται, αγκυλώνεται στα βλέφαρά μας σαν σκοτεινό εφιαλτικό όνειρο; Κι αν ναι, γιατί; Γιατί δεν μπορούμε να τον αιχμαλωτίσουμε μέσα στα διάφανα χέρια μας, όταν τρέμοντας σύγκορμοι, τον βλέπουμε να πετά από τα ανοιχτά νυχτερινά παράθυρά μας, έτοιμος να μας εγκαταλείψει για να συναντήσει νέες συγκινήσεις, νέους πόθους;

Είναι ίσως, που επέρχεται αυτή η μη συγκινησιακή οικειότητα με τον σύντροφο σου, που με το φύσημα του χρόνου σε αναγκάζει να ξεφορτωθείς το γνώριμο, που δεν σου εξάπτει πια τη φαντασία, στα σκουπίδια της λήθης; Είναι που ποθείς, οι παλμοί της καρδιάς σου να χτυπούν ανελέητα κι οδυνηρά, κάθε φορά που κοιτάς όμορφα μάτια; Είναι, που το κεκτημένο έχει χάσει πια το ενδιαφέρον του για σένα και το άγνωστο φαντάζει μπροστά σου ελκυστικά ανεξερεύνητο; Κι εσύ, μένεις εκεί σε αγωνιώδη ετοιμότητα, σαν το δρομέα που περιμένει ν΄ ακούσει τη βολή της εκκίνησης, για να τρέξεις ξοπίσω του να το εξερευνήσεις για άλλη μια φορά. Να ρουφήξεις τις στάλες του άπληστα, μια, μια. Κάνοντας στην άκρη όλες τις σκοτεινές πτυχές του, όλα τα βρόμικα διλήμματα κι όλα όσα κατέληξαν μια ολέθρια συνήθεια για σένα. Λησμονώντας, όλα εκείνα τ’ αχόρταγα φιλιά στις ψυχές των άλλων και τις ατελείωτες νύχτες που σπατάλησες πάνω στα ψυχρά, κενά σώματά τους. Χωρίς συγγνώμες, ενοχές, ή απολογισμούς αληθινών συναισθημάτων.

Γιατί ξέρεις, ότι εκείνοι ήταν μαζί σου μόνο και μόνο για να υποκριθούν  ένα πρωταγωνιστικό ρόλο, που δεν τους ταίριαζε. Για να διαπιστώσουν κοιτάζοντας τον καθρέφτη της ζωής σου, ότι το κοστούμι το οποίο προσπαθούσαν να φορέσουν, τους έπεφτε μεγάλο κι άκομψο. Κι εκεί, διαπίστωσες ότι κι αυτό το κοστούμι, ταίριαζε σε σένα πολύ καλύτερα. Και δεν αντιστάθηκες να το φορέσεις. Γιατί ήξερες τελικά, ότι εσύ ήσουν ο πρωταγωνιστής της σκηνής, κι οι υπόλοιποι γύρω σου απλοί κομπάρσοι, που δεν μπήκαν ποτέ στον κόπο να μάθουν σωστά το σενάριο της ίδιας τους της ζωής. Και περίμεναν πάντα από σένα, να αναλάβεις όλους τους δύσκολους ρόλους. Γιατί για εκείνους, ήσουν σε όλα, πιο ισχυρός. Κι εσύ, γονάτιζες τα βλέφαρα κι έλεγες ναι.

Κι όταν τα βράδια κοίταζες στον καθρέφτη σου, έβλεπες τα μέσα σου να καταρρέουν, να ξεφτίζουν, να εξαϋλώνονται. Να μην υπάρχει ψήγμα αγάπης, εκεί βαθιά. Ν΄ ανοίγεις το παράθυρο και να την βλέπεις να πετάει και να χάνεται κυνηγημένη μέσα στη νύχτα. Δεν έκανες καμιά προσπάθεια πια να την πιάσεις και να την σύρεις πίσω. Απλά έμενες να την κοιτάς με μια θλίψη στα μάτια. Γιατί σε είχε ήδη εξοντώσει, σε είχε ήδη αφήσει ρημαγμένο. Γιατί στο μυαλό σου τελικά, όλο αυτό το είχες αλλιώς. Εσύ ήσουν εκείνος ο αχρείος ρομαντικός, που πίστευε στον έρωτα, στη δύναμή του και στην αργή μετουσίωσή του, σε πραγματική αγάπη.

Και κάνεις άλλο ένα διστακτικό βήμα προκειμένου να πάρεις καλύτερη θέση, μπροστά στον επικριτικό καθρέφτη της αυτογνωσίας σου. Τώρα όμως, για να επιχειρήσεις την επόμενη επανάστασή σου. Ν’ αρπάξεις τα λάβαρα και να τα ανατρέψεις όλα. Να τα κατακρημνίσεις, μεταμορφώνοντάς τα σε αιωρούμενα σωματίδια σκόνης. Για να ξαναρχίσεις από την αρχή.

Γιατί ξέρεις, ότι δεν αντέχεις άλλο ξεθωριασμένες, ασπρόμαυρες ζωές. Γιατί έχεις δικαίωμα στο υπέρτατο συναίσθημα, που πάντα σπαράζει μέσα σου. Γιατί οι καρδιές ξέρουν να χορεύουν τσιγγάνικα, ξέφρενα, αλήτικα και μόνο έτσι αξίζει να χτυπούν.

 

Συντάκτης: Όλγα Αρβανιτά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου