Οι μεγαλύτεροι έρωτες, άκουσα κάποιον να λέει, δεν είχαν ποτέ επέτειο. Άργησα να καταλάβω τι ακριβώς εννοούσε κι ενδεχομένως ακόμα δυσκολεύομαι. Συνειδητοποίησα, όμως, πως στο άκουσμα της φράσης αυτής, ξεπρόβαλε στο μυαλό μου ένα πρόσωπο. Άργησα να αντιληφθώ τι έβλεπα ακριβώς. Είτε η εικόνα ήταν θολή είτε αρνούμουν να δεχτώ και να παραδεχτώ πως ενδόμυχα η μορφή αυτή μου έλειπε πολύ. Έμεινε εκεί να με κοιτάζει όπως έκανα τώρα κι εγώ, χωρίς πια να με νοιάζει από πού ήρθε.

Θα μπορούσε αυτό το πρόσωπο να έχει υπόσταση πραγματική, να στέκεται μπροστά μου αυτή τη στιγμή, να το ακουμπάω και να το αγκαλιάζω όπως έκανα κάποτε. Θα μπορούσε, αυτό που είχα στο μυαλό μου σαν μεγάλο έρωτα, να κρατηθεί ζωντανό ακόμα και τώρα, γιατί ποτέ δεν είναι αργά θέλω πάντα να πιστεύω. Μα δεν έρχονται όλα όπως τα περιμένουμε, όσο κι αν το θέλουμε, όση προετοιμασία κι αν κάναμε μέσα στο κεφάλι μας. Όχι αν δεν κάνουμε εμείς οι ίδιοι κάτι.

Θα έλεγε κανείς πως είναι δύσκολο να προσδιορίσεις τι είναι ο έρωτας. Άλλωστε, για τον καθένα «χτυπά» διαφορετικά. Άλλοι τον ελέγχουν, άλλοι όχι. Κάποιοι πηγαίνουν με τα νερά του, εκτελώντας αβίαστα την κάθε παρορμητική του απόφαση, ενώ υπάρχουν κι αυτοί που τον καταπιέζουν βάζοντας μπροστά τη λογική, εναποθέτοντας στον πάγο κάθε τους συναίσθημα γιατί ξέρουν πως το να αφεθούν θα ήταν καταστροφικό από οποιαδήποτε πλευρά και να το έβλεπαν.

Και τι είναι επέτειος; Μια ημερομηνία, ένα γεγονός σημαντικό που για να μην ξεχαστεί αναγράφεται πάνω σε μία από τις τριακόσιες εξήντα πέντε μέρες του χρόνου. Υπάρχει ημερομηνία για οτιδήποτε περνάμε. Την τάδε ημερομηνία κλείσαμε ένα χρόνο, τότε παντρευτήκαμε, σαν σήμερα γίναμε γονείς και κάθε χρόνο το γιορτάζουμε, όπως και τα γενέθλια, για να μας θυμίζουν από πού ξεκινήσαμε ή και πόσος καιρός πέρασε από τότε, υπενθυμίζοντας πως έχουμε ακόμα πολύ δρόμο να διανύσουμε.

Κι αν ο έρωτας έχει ένα δικό του τρόπο να θυμάται και δε γνωρίζει από ημερομηνίες και επετείους; Φαντάσου τον, κάνε τον εικόνα ως ένα παιδί ανώριμο και λίγο τρελό που ζει μόνο για τη στιγμή, χωρίς να σκέφτεται την ώρα και τη μέρα για να έχει αργότερα κάτι για να τη θυμάται. Δε λογαριάζει συνέπειες και δεν πάει με τη λογική. Ίσως η λέξη αυτή να μην υπάρχει καν στο λεξιλόγιό του. Κάνει τα δικά του όλη την ώρα, γκρινιάζει, τσαλακώνεται, φεύγει και εκεί που δεν το περιμένεις θα γυρίσει με μάτια δακρυσμένα και τη βαθύτερη επιθυμία να σε αρπάξει και να σημαδέψει κάθε πόντο του κορμιού σου.

Είναι η έπαρση της στιγμής, αυτό το απαγορευμένο που σε εξιτάρει και σε ωθεί να τολμήσεις να κάνεις πράγματα που δεν είχες ιδέα πως μπορείς. Σε παρασύρει. Μαζί του ζεις στιγμές μοναδικές, ανεπανάληπτες. Αφήνεσαι στα χέρια του και δοκιμάζεις τον εαυτό σου στην κάθε πιθανή κρυμμένη πτυχή σου. Σε γεμίζει και σε προκαλεί να τολμήσεις το ακατόρθωτο, να δοκιμάσεις το καινούριο και να ζήσεις στο έπακρο.

Στη μνήμη του δεν υπάρχουν αριθμοί, ούτε ημερομηνίες. Μετριέται σε στιγμές, αγγίγματα κι αισθήσεις, αυτές που σε καθιστούν αδύναμο ή και άτρωτο. Χαράσσονται μέσα μας και αργότερα είτε τις νοσταλγούμε, είτε προσπαθούμε να τις ξεχάσουμε είτε τις μετατρέπουμε σε κάτι καλύτερο. Αυτό που ονομάζουμε «μεγάλο έρωτα» μπορεί να γίνει τόσο εύκολα ένα μεγάλο απωθημένο, όσο εύκολα μπορεί από αυτόν να προκύψει μια υπέροχη σχέση και η γραμμή που χωρίζει αυτά τα δύο είναι λεπτή κι ενδεχομένως καθοριστική.

Θεριό ανήμερο στο χρόνο και τη νόρμα είναι ο έρωτας. Για να εξημερωθεί θέλει προσπάθεια κι υπομονή κι αν δεν τα καταφέρεις θα φύγει ή θα σ’ αναγκάσει να το ελευθερώσεις, όσο και να σε πονάει. Ίσως πάλι, η ανάγκη μας να βάλουμε μια καλοστολισμένη ταμπέλα με τα ονόματά μας και μια ημερομηνία να μας κυνηγά για μήνες ή και χρόνια, να είναι κι αυτό που μας αποτρέπει να ζήσουμε, ό,τι κι αν είναι αυτό, όσο ελεύθερα θέλουμε, με την ανασφάλεια να παίρνει τελικά τον έλεγχο αφήνοντάς μας ένα σωρό απωθημένα.

Κάποιοι έρωτες δεν κατέληξαν να μετριούνται σε επετείους. Ίσως κάποιος από τους δύο να μην προσπάθησε και πολύ γι’ αυτό τελικά, ίσως και κανένας από τους δύο.  Μα πώς να εξηγήσει και να ερμηνεύσει κανείς με σιγουριά σε ένα τέτοιο θέμα όταν από μόνοι μας το περιπλέκουμε όσο κανένα άλλο;

Συντάκτης: Μαρία Εφρεμίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου