“Κυρί@ κυρί@ να πω;”

Σίγουρα θυμάστε αυτή την ερώτηση η οποία αποτελεί και την πρώτη ατάκα που υιοθετήσαμε ήδη από πολύ μικρή ηλικία, καθώς έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο να φιγουράρουμε στο σχολείο πως κατέχουμε τη γνώση που χρειάζεται αλλά και να κερδίσουμε την προσοχή και την εύνοια του δασκάλου. Ακόμα και σήμερα, η ατάκα αυτή κυριαρχεί σε όλα τα εκπαιδευτικά πλαίσια, στα αυτιά όσων είμαστε δάσκαλοι κι έχοντας αναθέσει μια ερώτηση στους μαθητές μας, περιμένοντας εναγωνίως την απάντησή τους.

Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να αναφέρω πως υπάρχουν δάσκαλοι -κυρίως πιο μεγάλης ηλικίας- που απολαμβάνουν να προσφωνούνται από τους μαθητές τους με τον τίτλο του κυρίου ή της κυρίας αλλά κι άλλοι, οι οποίοι σχεδόν επιβάλλουν στους μαθητές τους να τους αποκαλούν μόνο με την προσφώνηση αυτή συνοδευόμενη βεβαίως από τον πληθυντικό ευγενείας -κι αποστασιοποίησης- προκειμένου να καταστήσουν διακριτά και κατανοητά τα όρια που υπάρχουν ανάμεσά τους και τα οποία απορρέουν από τη διαφορά του ρόλου των μαθητών σε σχέση με εκείνον του δασκάλου. Υπάρχουμε όμως κι εμείς, που είτε αποφοιτήσαμε πολύ πρόσφατα από το πανεπιστήμιο και μόλις διοριστήκαμε σε κάποιο σχολείο ή φροντιστήριο είτε βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής μας σταδιοδρομίας. Το ιδιαίτερο μ’ εμάς είναι πως, εκτός από μικρούς μαθητές, ενδέχεται να διδάσκουμε κι εφήβους με τους οποίους η διαφορά ηλικίας μπορεί να κυμαίνεται από 5 έως 8 χρόνια. 

Όσον αφορά τη συνεργασία μας με τους πολύ μικρούς μαθητές, η αλήθεια είναι πως αποδεικνύεται ιδιαίτερα απαιτητική κι ας υπάρχουν πολλοί που αδυνατούν να καταλάβουν τις δυσκολίες που κρύβει, ακυρώνοντας τις με τη γνωστή ατάκα “έλα μωρέ παιδιά είναι, πόσο δύσκολο μπορεί να είναι;”. Κι όμως, δεδομένου ότι πολλοί δεν έχουμε γίνει ακόμη γονείς και δεν κατέχουμε το γνωστό μητρικό ή πατρικό φίλτρο, δυσκολευόμαστε να βρούμε εφευρετικούς τρόπους να τα προσεγγίσουμε, να συνδεθούμε απόλυτα μαζί τους, να γνωρίσουμε καλύτερα τα ενδιαφέροντά τους, να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά και τις ανάγκες τους και να βρούμε τα κατάλληλα θέματα συζήτησης μαζί τους. Βλέπετε, δε μετράνε μόνο οι γνώσεις πάνω στο αντικείμενο των σπουδών αλλά κι οι διαπροσωπικές σχέσεις που δημιουργεί κανείς με τους μαθητές του. 

Αντίθετα, στη συνεργασία με τους εφήβους τα πράγματα είναι αρκετά πιο εύκολα δεδομένης της πολύ μικρής διαφοράς ηλικίας. Με άλλα λόγια, είμαστε σε θέση να μοιραζόμαστε κοινούς κώδικες επικοινωνίας, να συζητάμε μαζί τους για πληθώρα θεμάτων και ν’ ανταλλάσσουμε ενδιαφέρουσες απόψεις. Ακόμη, είμαστε σε θέση να κατανοούμε καλύτερα και γρηγορότερα τις ανάγκες κι επιθυμίες τους, να βρίσκουμε κοινά ενδιαφέροντα και τρόπο σκέψης, ν’ αντιλαμβανόμαστε το ιδιαίτερο χιούμορ και την ειρωνεία τους κι εκείνοι τα δικά μας. Να επιστρατεύουμε για χάρη τους την ιδιότητα του ψυχολόγου, να τους ακούμε να μιλούν για όσα τους απασχολούν και να αντιδρούμε λιγάκι ως φίλοι τους. Με τη σειρά τους, εκείνοι μας νιώθουν δικούς τους ανθρώπους, στους οποίους -μιλώντας πια στον ενικό γιατί ποιος νοιάζεται για  τυπικότητες – μπορούν να εμπιστευτούν πράγματα, να μοιραστούν το πρόβλημά τους, να φλυαρήσουν για τα ερωτικά τους, ακόμη και να βρίσουν ελεύθερα για να εκτονώσουν την έντασή τους. 

Πώς μας αντιμετωπίζουν όμως οι γονείς λόγω του νεαρού της ηλικίας μας; Δυστυχώς οι περισσότεροι μας αντιμετωπίζουν με καχυποψία καθώς πιστεύουν πως επειδή δεν έχουμε την πολυετή εμπειρία που όλοι πια αναζητούν, δεν έχουμε και τις απαραίτητες γνώσεις για να διδάξουμε. Μέγα λάθος. Όταν αποφοιτήσαμε από τη σχολή μας, δεν πήραμε φεύγοντας το πτυχίο και το κορνιζάραμε στον τοίχο, πήραμε μαζί και τον τεράστιο όγκο γνώσεων που απαιτούνται για το συγκεκριμένο επάγγελμα. Αλλά ακόμη κι όταν αποφοιτήσαμε, δε σταματήσαμε να μαθαίνουμε.

Σαφώς υπάρχουν κι οι γονείς που αρνούνται να λάβουν υπόψη τους όλα τα παραπάνω, φτάνοντας πολλές φορές στο σημείο να μη ζητούν καν να τους ενημερώσουμε για την πρόοδο των παιδιών τους, θεωρώντας πως δεν έχουν βαρύτητα όσα θα τους πούμε. Ευτυχώς βέβαια, υπάρχουν κι οι άλλοι γονείς, οι οποίοι μας αντιμετωπίζουν με τον ίδιο σεβασμό που θα αντιμετώπιζαν κι έναν δάσκαλο με πολυετή εμπειρία, δείχνοντας εμπιστοσύνη στις ικανότητες και τις γνώσεις μας κι εκτιμώντας την δουλειά μας. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερο δώρο για έναν δάσκαλο από το να ακούει πως τα παιδιά τους νιώθουν μια ουσιαστική σύνδεση μαζί μας και πως η συνεργασία μας τους έχει ευνοήσει κατά πολύ. 

Μήπως λοιπόν, ν’ αρχίζαμε όλοι να εκτιμούμε έναν δάσκαλο από τις γνώσεις, τις ικανότητες, τη δουλειά που πραγματοποιεί αλλά κι από τις σχέσεις του με τους μαθητές κι όχι την ηλικία του; Αν αγαπητέ γονιέ, δε μ’ εμπιστευτείς ν’ αναλάβω το παιδί σου, πώς θα μπορέσω να αποκτήσω την απαραίτητη εμπειρία, από πού θα ξεκινήσω; Κι ίσως δεις πως στο ταξίδι αυτό της μάθησης, είναι καμιά φορά καλύτερο να έχουμε τον ρόλο του συνεπιβάτη κι όχι απλώς του καπετάνιου. 

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Χαρά Δράκου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου