Υπνηλία· μία λέξη, ανάμεικτα συναισθήματα. Γιατί τον ύπνο αγαπήσανε πολλοί, τον υπναρά ελάχιστοι. Σίγουρα ακούς τα άπαντα απ’ τους φίλους και τη σχέση σου, και τρως πολύ κράξιμο, γιατί πριν προλάβεις να κάνεις το οτιδήποτε, τις νύχτες, σε παίρνει ο ύπνος.

Αν αρχίσουν και θυμηθούν πάντως τα φιλαράκια ή (και) το αμόρε σου όλα αυτά τα βράδια που ήθελαν τόσο πολύ να σου μιλήσουν, να δείτε μία ταινία, να καθίσετε σπίτι να χαλαρώσετε μαζί, αλλά εσένα σε πήρε ο ύπνος, θα αρχίσει πόλεμος για άλλη μια φορά. Γιατί ενώ έχουν κάνει τόσα σχέδια για τις βραδιές σας, και μάλιστα συνεχίζουν να τα κάνουν ατενίζοντας το μέλλον με αισιοδοξία και μια ελπίδα ότι την επόμενη φορά θα σε καταφέρουν να μείνεις ξύπνιος, πάντα τους διαψεύδεις μ’ ένα ελαφρύ ροχαλητό.

Πάει στράφι κάθε ιδέα για movie night, απλά γιατί σε παίρνει ολίγον τι ο ύπνος σε κρεβάτια, καναπέδες, πολυθρόνες κι ανάκλιντρα, χωρίς καν να το καταλάβεις. Όσο και να προσπαθήσουν να σου κρατήσουν το ενδιαφέρον, ακόμα κι αν σ’ αφήσουν να διαλέξεις εσύ το τι θα δείτε, τα μάτια σου κλείνουν απ’ τους τίτλους έναρξης και τελικά για άλλη μία φορά τους σπας τα νεύρα. Άντε να σε ξυπνήσουν και να σε πείσουν να παρακολουθήσεις για κάποια λεπτά, τρομάζοντάς σε ή απειλώντας σε ότι θα βγάλουν τα άπλυτά σου στη φόρα. Αλλά μετά το ξεπερνάς, γιατί και πάλι ο ύπνος σου είναι πιο σημαντικός.

Αν ανήκεις, λοιπόν, στην κατηγορία των χουζούρηδων που κοιμούνται σε δευτερόλεπτα, σε οποιαδήποτε επιφάνεια, καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο είναι να δεις ολόκληρη μία ταινία, να διαβάσεις ένα βιβλίο ή να δουλέψεις σε κάτι το βράδυ. Ακόμα κι αν σε παρακαλάνε, ε, δεν μπορείς, τι να κάνεις! Ειδικά στις ταινίες με φίλους, ή όταν πας σινεμά, με τον χαμηλό φωτισμό και κάνα φαγάκι που ίσως έχει προηγηθεί και σε ‘χει βαρύνει, δε θέλει και πολύ. Απ’ το πρώτο χασμουρητό σε ‘χουν πλέον χαμπάρι και σε δουλεύουν ψιλό γαζί.

Μην κανονίσεις να δεις σειρά ή ταινία με άνθρωπο, ειδικά αν μιλάμε για βραδινή προβολή. Είναι δεδομένο πως τα μάτια σου κλείνουν στα πρώτα δέκα λεπτά. Πολλές φορές και νωρίτερα, με το που πατηθεί το play, λες κι είσαι προγραμματισμένος να ξεραίνεσαι με το που παίζει ταινία. Συνήθως, ούτε την αρχή της υπόθεσης δεν προλαβαίνεις κι αντί για ταινία, καταλήγεις να βλέπεις όνειρα.

Εντάξει, ένα ελάττωμα έχεις κι εσύ, κι όλοι να πέσουν να σε φάνε. Ο σωστός, ο τίμιος ο φίλος όμως, θα σε αφήσει, γιατί ξέρει. Θα φάτε τα πατατάκια και τα ποπ κορν σας στην αρχή, θα πιείτε τα κρασάκια σας, θα σου πει αν έχει κάτι σημαντικό από νωρίς, για να ‘ναι καλυμμένος, κι ύστερα θα αράξετε. Πώς να μη σε πιάσει κι εσένα υπνηλία μετά τις καταχρήσεις φαγητού κι αλκοόλ; Και ξεκούραστος να ‘σαι, άμα χαλαρώσεις, πάει. Θα περιμένει, λοιπόν, πότε θα κλείσεις τα ματάκια σου, για να σε σκεπάσει κι ίσως, μωρέ, τραβήξει και μερικά κλικ, να υπάρχουν ντοκουμέντα για μελλοντική καζούρα.

Εξαρτάται πάντως κι απ’ το είδος της ταινίας. Αν αρχίσει δυναμικά, θα προλάβεις και λίγο –κάτω από μισάωρο, φυσικά–, αν όμως μπει η ατμοσφαιρική μουσική, το χάσαμε το κορμί, πατριώτη.

Επειδή, όμως, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, ελπίζεις πως ίσως κάπου, κάποτε, θα βρεθεί η ταινία που θα σε κρατήσει ξύπνιο ή ότι θα νιώσεις τι θα πει η γλύκα του να μένεις άυπνος κάνοντας μαραθώνιο επεισοδίων από μια γαμάτη σειρά. Μέχρι τότε, παρακαλούνται φίλοι και γνωστοί να σας περιγράφουν στο τέλος εν συντομία την πλοκή, να ξέρετε τουλάχιστον τι δεν παρακολουθήσατε και να ξανά κοιμάστε ήσυχοι.

Συντάκτης: Σοφία Μπουμπάρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη