Η στεριά σου. Το μέρος που μεγάλωσες και ξέρεις ν’ αναγνωρίζεις απ’ τη μυρωδιά και μόνο, απ’ τους ήχους των γέλιων που ανήκουν στους αγαπημένους σου, απ’ τα συνθήματα στους τοίχους της γειτονιάς. Ο άνθρωπος που για κανέναν άλλο δε θ’ άφηνες, αλλά για χάρη του θα τους άφηνες όλους. Το σπίτι σου -το κυριολεκτικό και το μεταφορικό-, αυτό που μερικές φορές σε κουράζει και μακριά του σε σπρώχνει, μα έχει τον τρόπο να σε κάνει να γυρνάς. Να γυρνάς με μάτια βουρκωμένα να τρεμάμενη καρδιά.

Η θάλασσά σου. Όσα τρελά ονειρεύτηκες, υποσχέθηκες ή έταξες. Χωρίς ασφαλή προορισμό, χωρίς έμπιστο κυβερνήτη, χωρίς πυξίδα. Σαν εκείνες τις εικόνες που δημιουργούσες στο μυαλό σου όταν ήσουν παιδί, έλεγες πως όταν περάσουν τα χρόνια εσύ θα αποδείξεις στον εαυτό σου πολλά και το θυμάσαι ακόμη, ποτέ δε ξεχνάς. Κανείς δε σε διαβεβαίωσε πως στ’ αλήθεια κάποτε εκείνη θα καταφέρει να υπάρξει, μα εσύ την πίστεψες έτσι κι αλλιώς. Θα ρίσκαρες πολλά γι’ αυτή τη θάλασσα, αρκεί να γινόταν η ίδια επιλογή αληθινή.

Ναι, επιλογές. Απ’ αυτές που ξεσηκώνεις ολόκληρο τον κόσμο προκειμένου να τις φέρεις, που χτυπιέσαι, που φωνάζεις και απαιτείς για ν’ ακουστείς ή από ‘κείνες που αποφασίζεις ένα περίεργο ξημέρωμα Σαββάτου χωρίς να τις μοιραστείς με κανέναν.

Τι να σου πω κι εγώ που ξέρω ότι δεν τίθεται θέμα διλήμματος, μα ευαισθησίας; Που καταλαβαίνω πως αγαπάς τα σταθερά σου, αλλά χωρίς το ρίσκο των όσων σου προσφέρει η αβεβαιότητα εσύ δε ζεις; Τι να σου πω, αφού μπορώ ν’ αναγνωρίσω στα μάτια σου τη διστακτικότητα της αγάπης, μιας αγάπης που τρέμεις ν’ αφήσεις, γιατί ύστερα μένεις κενός, γιατί δεν είναι όλες οι «συγγνώμες» τόσο ισχυρές ώστε να φτιάξουν απ’ την αρχή το γυαλί το ραγισμένο.

Κάποιος, όμως, μου ‘χε πει κάποτε πως όταν λειτουργείς συνεχώς εκ του ασφαλούς αναιρείς μία- μία τις υποσχέσεις με τον εαυτό σου, παραμένεις στην ίδια θέση, σαν τα πλοία που μπορεί να φαίνονται ήρεμα όταν αγκυροβολήσουν στο λιμάνι τους, μα δεν έχουν φτιαχτεί μονάχα γι’ αυτό το σκοπό. Νιώθεις σιγουριά όταν τα βλέπεις ακίνητα και σταθερά στη θέση τους, μόνο που αυτή είναι θέση προσωρινή. Κι αυτή η αναποφασιστικότητα που σε διακρίνει, αυτό το ελάττωμα που διαρκώς προβάλεις σαν το χειρότερό σου δεν είναι αυτό που φαίνεται, πάλι πλανάσαι. Υπερβολικό που όταν αγαπάς δεν μπορείς να αποφασίσεις προς τα πού θα βαδίσεις; Το δέσιμο δεν είναι κόμπος για να λυθεί ή να κοπεί, όπως λένε. Δεν υπάρχει ξεκουμπώνω ή ξε- αγαπώ όταν έχεις να κάνεις με όνειρα, ανθρώπους και σημαντικά.

«Μην τους ακούς όταν σε λένε αναποφάσιστο, ευαίσθητος είσαι. Τόσο καιρό που δέρνεσαι ανάμεσα στο ένα και το άλλο, δέθηκες μαζί τους», έγραψε η Κική Δημουλά. Δεν προδίδεις εσύ κι ας προσπάθησαν πολλοί να σε κάνουν να πιστέψεις πως αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να προχωράς. Δεν ξέρεις εσύ ν’ αποφασίσεις αν θα βάλεις πλώρη γι’ αλλού ή αν θα παραμείνεις να παλεύεις με όσα ρόδινα, ξαφνικά, ‘γίναν άγρια κι αλλιώτικα. Δεν έχεις μάθει εσύ να ξεδένεσαι.

Μην τους ακούς, έχουν έτσι κι αλλιώς πάρα πολλά να πουν είτε νιώσουν πως σε ενδιαφέρουν τα λόγια τους είτε όχι. Μην τους κοιτάς, γιατί προς τα εκεί θα πας. Εσύ να ‘χεις το νου σου στη στεριά που ποτέ δε θ’ άφηνες και στη θάλασσα που για χάρη της θα άφηνες τους πάντες.

Συντάκτης: Γωγώ Κυριακίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου