Σε κάθε σπίτι βασικό στοιχείο είναι η πόρτα. Είναι αυτή που ανοίγει διάπλατα σε ένα νιόπαντρο ζευγάρι για να μπει στο σπιτικό του και εκείνη που ανοίγει λιγοστά για να δει η μαμά αν τα παιδιά κοιμήθηκαν. Είναι κι αυτή που κλείνει για να μην ακουστούν οι φωνές από έναν μεγάλο καβγά. Ζούμε ανάμεσα σε πόρτες και διαδρόμους κι εκεί χτίζουμε όλη μας τη ζωή. Μέσα στο δωμάτιό μας δημιουργούσαμε μικροί δικούς μας κόσμους με πρωταγωνιστές τα παιχνίδια μας. Τα πιο ζωηρά παιδιά σκαρφάλωναν και κρεμόντουσαν απ’ την πόρτα. Η πόρτα του σπιτιού ανοίγει για να υποδεχτούμε τους φίλους μας και κλείνει για να περάσουμε όμορφες στιγμές μαζί τους. Η ίδια πόρτα  κλείνει όταν θέλουμε να περάσουμε πιο προσωπικές στιγμές με τον σύντροφό μας και ανοίγει όταν φτάσει η ώρα να πάμε στη δουλειά.

Η πόρτα ανοίγει και κλείνει με τη θέλησή μας κι έχει το χρώμα που της δίνουμε. Οι αγαπημένες μου είναι εκείνες οι παλιές ξύλινες που τρίζουν κάθε φορά που κουνιούνται. Δεν ξέρω γιατί αλλά με γεμίζουν ζεστασιά και δημιουργούν ένα πιο ατμοσφαιρικό περιβάλλον. Την πόρτα χτυπάς δυνατά όταν έχεις νεύρα και αυτή βαράς με τη γροθιά σου για να ηρεμήσεις. Την πόρτα κλείνεις για να περάσεις ποιοτικό χρόνο με τον εαυτό σου, να ακούσεις μουσική, να ζωγραφίσεις, να ασχοληθείς με το λάπτοπ σου. Πίσω απ’ την πόρτα έχεις κλάψει, έχεις συγκινηθεί και εκείνη έχει ακούσει τα μεγαλύτερα μυστικά και δεν πρόκειται τα μαρτυρήσει ποτέ. Είναι αναγκαίο να υπάρχει σε κάθε σπίτι μα με συναρπάζει πως ανοιγοκλείνει όποτε θέλουμε. Μια πόρτα στέκει εκεί γοερά να σε προστατέψει όταν την χρειαστείς. Κάθε σπίτι κρύβει πίσω απ’ την πόρτα ολόκληρη ζωή και διαμορφώνει τον δικό του παλμό.

 

 

Τις μισόκλειστες πόρτες φοβάμαι, αυτές που δεν ξέρεις τι κρύβουν στην άλλη μεριά. Άραγε θα δεις κάτι που θα σε χαροποιήσει ή κάτι που δε θέλεις ούτε να ξέρεις; Είναι κι εκείνες οι πόρτες για την αποθήκη που κρύβουν κάθε λογής πράγματα στοιβαγμένα. Άλλες πόρτες είναι αυτές του δεντρόσπιτου που έφτιαξαν τα παιδιά για να παίζουν και να κοιμούνται. Οι πόρτες του γραφείου είναι συνήθως μαύρες ή γκρι, σοβαρές κι ακίνητες, ενώ στολίζουν τα δωμάτια για μια σύσκεψη. Τις πόρτες της γιαγιάς μου αγαπώ πιο πολύ. Παλιές, φθαρμένες, κρύβουν χρόνια ύπαρξης. Εκεί που ζούσαν τα παιδιά της και γέμιζαν γέλια το σπίτι, εκεί που διάβαζαν με τις ώρες για το σχολείο κι εκεί που μεγάλωσαν και τελικά έφυγαν. Τώρα έχει μείνει μόνο η γιαγιά παρέα με τις πόρτες. Νοσταλγούν μαζί τα περασμένα χρόνια που το σπίτι ήταν γεμάτο ζωή. Η σκουριά στην πόρτα είναι σημάδι σοφίας και πείρας.

Τις μπαλκονόπορτες τις εκτιμώ, σε βγάζουν στη βεράντα να πιεις έναν δροσερό καφέ και να απολαύσεις τον ήλιο. Και την εξώπορτα της πολυκατοικίας τη συμπαθώ γιατί με ξεπροβοδίζει να ζήσω περιπέτειες και να χαθώ στην πόλη. Μα μια πόρτα θα αγαπώ παντοτινά, εκείνη του σπιτιού μου, που μεγάλωσα πίσω της και έγινα ο άνθρωπος του σήμερα. Εκεί πέρασα όλες τις αγωνίες, τις χαρές και τη θλίψη μου.  Εκείνη η πόρτα με άφησε να κάνω τα πρώτα μου δειλά βήματα και έκλεινε για να προστατευτώ.

 

Συντάκτης: Βίκυ Μήλιου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.