«Σε πλήγωσε; Ναι αλλά δε με πειράζει γιατί εγώ τον πλήγωσα περισσότερο». Πλήγωσα αναμνήσεις που κάποτε ήταν τόσο ζωντανές μα για εμένα τόσο, μα τόσο δεδομένες. Νόμιζα πως ήξερα τι έκανα, αλλά προσπαθούσα ν’ αποδείξω στον εαυτό μου πως ήμουν το άτομο που μπορούσε να κάνει κάτι όπως το ήθελε.

Τώρα πιο μεγάλος, πιο ώριμος κι έμπειρος επιστρέφω σ’ εκείνες τις αναμνήσεις και σπάω ένα βάζο στον τοίχο, βρέχοντάς τον με τα δάκρυά μου, ρίχνοντας τα λουλούδια μας κάτω και φωνάζοντας δύο λέξεις που αντηχούν στο δωμάτιο και ξεκουφαίνουν την καρδιά μου, τα άκρα μου, τα πόδια μου, τα γόνατά μου. Δε με βαστάει το σώμα που ήθελα να αγγίζεις. Όμως, είναι τώρα πια άγνωστο για μένα και για σένα.

Δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Δεν μπορείς να τα έχεις κιόλας όποτε εσύ θέλεις. Δεν μπορείς να γυρνάς πίσω σε αναμνήσεις και να ζητάς ό, τι ο άλλος ζητούσε παρ’ όλο που εσύ δεν ήθελες ή δεν είχες να δώσεις. Τίποτα δεν αλλάζει και τίποτα δε θα είναι όπως πριν. Ποτέ δε θα μπορέσεις να πας τον εαυτό σου κάποια χρόνια πίσω μένοντας με το μυαλό του παρόντος, με μια καρδιά που έπρεπε να ανήκει στο τότε. Ήσουν ένας ηλίθιος άνθρωπος, σκέφτεσαι τώρα κι ευτυχώς που δε χρειάζεται να βλέπει την κατάστασή σου εκείνο το άτομο που κάποτε σε θεωρούσε διόλου χαζό.

Σπας το κεφάλι σου για εκείνα τα δευτερόλεπτα που είπες ένα «όχι», που σε στιγμάτισε χρόνια αργότερα. Σε στιγματίζει ακόμα τις μέρες, τις νύχτες, τα απογεύματα της Κυριακής που κάτι λείπει.

Είσαι πια ελεύθερος όμως. Ξεκαθάρισες όσα έκρυβες και νιώθεις ξαλαφρωμένος. Τώρα μπορείς να προχωρήσεις γνωρίζοντας πως τίποτα δε θα συμβεί ποτέ. Γιατί έμελλε να γίνει έτσι. Είσαι έτοιμος να κάνεις το επόμενο βήμα και να προχωρήσεις στη δημιουργία νέων αναμνήσεων, που ελπίζεις στο μέλλον να μη θες να γυρίζεις πίσω, παρά μόνο να τις νοσταλγείς γλυκά. Τέρμα οι σκέψεις, τέρμα οι φαντασία, τέρμα εκείνα τα όνειρα που έβλεπες στον ξύπνιο σου, τέρμα οι νύχτες που κοίταζες το ταβάνι και το ίδιο παραμύθι τελείωνε με το πρόσωπό του.

Το νερό στον τοίχο κυλάει και τα λουλούδια μαραμένα έχουν πια χάσει τη μυρωδιά τους. Φωνάζοντας δύο λέξεις που πονάνε την καρδιά, καταπίνεις τα λόγια εκείνα που σε προσγείωσαν στη δική σου πραγματικότητα. Φωνάζοντας δύο λέξεις χάνεται το πρόσωπο εκείνου που είχες καιρό να δεις μα δεν είχες ξεχάσει ούτε κλάσμα δευτερολέπτου. Φωνάζοντας εκείνες τις αναθεματισμένες δύο λέξεις πονάς όσο δεν πίστευες ότι θα πονέσεις μέσα σ’ αυτήν την κατάσταση. Πριν κλείσουν τα φώτα, σου λέω «δεν πειράζει».

 

Συντάκτης: Αγγελική Τσιγαρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου