Πάμε κόντρα σε όσους μιλάνε για αποστάσεις και χωρισμούς. Σε όσους υπολόγιζαν το τέλος μας σε λίγες μέρες, αλλά οι μήνες που μετράμε τους διέψευσαν οικτρά. Όλοι στον αποχωρισμό βλέπανε μονάχα το χωρισμό. Εμείς κλέψαμε λίγο από το «από» που με τόσο μεγάλη αφέλεια πετούσαν και το τυπώσαμε πάνω στα εισιτήρια μας, δίπλα στην αναχώρηση. Προορισμός; Όπου πας εσύ.

Με ρωτάνε αν κουράστηκα που δεν έχω έναν άνθρωπο δίπλα μου. Προσπαθούν να με πείσουν ότι αυτή η σχέση με κρατάει πίσω στη ζωή μου γιατί δεν είναι σαν τις άλλες, «τις κανονικές». Πού να ήξεραν ότι εσύ βρίσκεσαι πολύ περισσότερο δίπλα μου από τους προηγούμενους, τους καθημερινούς. Εσύ τα παρατάς όλα στη μέση, δε με αγνοείς, δεν είμαι κομμάτι των έκτακτων περιστάσεων, δεν κοπιάζω για λίγη προσοχή. Οι άλλοι με κούρασαν, όχι εσύ.

Δε με ένοιαξε στιγμή αν θα χρειαζόταν να ξοδέψω τη μισή μου ζωή στο δρόμο μόνο και μόνο για να χαθώ στην αγκαλιά σου. Ας μας φάνε όλα τα λεφτά μας τα τρένα και τα αεροπλάνα, αρκεί να είμαστε μαζί. Μηδένισα τα κοντέρ μου και τα προετοίμασα ότι θα γράψουν πολλά χιλιόμετρα. Ξεπέρασα και τη φοβία μου για τα αεροπλάνα, ώστε να έρχομαι πιο εύκολα κοντά σου.

Τις δύσκολες αλλά και τις εύκολες τις βραδιές τις αξημέρωτες, να κοιμόμαστε με το skype ανοιχτό. Αγκαλιά με μια οθόνη, θα καίμε μαζί το όνειρο ότι το αποψινό το βράδυ θα μας έβρισκε αγκαλιά. Την πρώτη φορά, θα το αφήσω τάχα μου τυχαία ανοιχτό και θα ισχυριστώ ότι με πήρε ο ύπνος, ελπίζοντας ότι έκανες κι εσύ το ίδιο. Σιγά- σιγά με τον καιρό, θα μας γίνει συνήθεια. Απεριόριστο το ίντερνετ, απεριόριστη και η παρουσία σου μέσα στο δωμάτιο μου όταν κοιμάμαι.

Να με κοροϊδεύεις για το πόσο αστεία φαίνεται η φάτσα μου όταν νυστάζω. Να με χαζεύεις όταν κοιμάμαι. Να έχω την πολυτέλεια να διακρίνω το χαμόγελό σου κάθε φορά που σου λέω πόσο σ’ αγαπώ. Να με σκεπάζεις νοερά τις νύχτες που κρυώνω. Να ζηλεύεις θανάσιμα τη γάτα μου που μπαστακώνεται πάνω μου και σε κοιτάει αυτάρεσκα. Να πίνουμε μαζί το ζεστό τσάι για το οποίο ξέρω ότι τρελαίνεσαι με την πρόποση ότι θα μοιραστούμε γουλιά από την ίδια κούπα το συντομότερο δυνατό.

Να μιλάμε με τις ώρες. Θέλω να ακούσω κάθε λεπτομέρεια της μέρας σου, να νιώσω κομμάτι της ζωής σου. Για το φαγητό που έκαψες το μεσημέρι, για το υπερβολικό αφεντικό που σου σπάει τα νεύρα και πώς λένε τη σπιτονοικοκυρά σου. Έτσι, δε θα χρειάζεται κάθε φορά να μου εξηγείς τα αυτονόητα. Θα συζητάμε για αυτά λες και τα ζούμε καθημερινά μαζί.

Δε μπορείς να μου κρυφτείς τώρα. Όσα προσπαθείς να καλύψεις κάτω από μία και καλά ευδιάθετη συνομιλία στο τηλέφωνο, πίσω από δύο-τρία σαχλά γελάκια και αστεία, θα μου τα μαρτυρήσει όλα η οθόνη. Θα χαζεύω τα μάτια σου και θα καίγομαι που το χέρι μου δε φτάνει να τα χαϊδέψει. Τι να μου κάνει μια εικόνα;  Υποσυνείδητα, έχω μισήσει το γυαλί που μας χωρίζει και θέλω να του δώσω μία για να σπάσει, αλλά ξέρω ότι μαζί με αυτό θα χαθείς κι εσύ.

Θα τ’ αντέξω όλα. Και το κρύο πλαστικό που χαϊδεύω και την παρόρμηση μου να φιλήσω την οθόνη κάθε φορά που σε αποτυπώνει γιατί θα φαινόταν στα αλήθεια πολύ βλακώδες. Αρκεί να είσαι η τελευταία καληνύχτα και το πρώτο καλημέρα. Κάθε νύχτα και κάθε μέρα, για όσο πάει.

 

Συντάκτης: Θεοδώρα Μαρία Βένου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή