Η ανάγκη μας να θαυμάζουμε είναι πράγμα εκ φύσεως υπαρκτό. Ο θαυμασμός για τα πράγματα γύρω μας, για τον άνθρωπο τον ίδιο, αλλά και τα δημιουργήματά του, μπορεί να μας τύχει ανά πάσα στιγμή. Όσες φορές ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρα έχεις την ευκαιρία να θαυμάσεις και κάτι άλλο. Πολλές φορές όμως τυχαίνει να θαυμάζουμε κάτι με ενοχές. Όχι γιατί ντρεπόμαστε εμείς γι’ αυτό που αισθητικά μας αρέσει να βλέπουμε, αλλά γιατί οι άλλοι το κατακρίνουν. Θα μου πείτε «δε μας νοιάζει η γνώμη των άλλων» μα η αλήθεια είναι πως δεν έχουμε ακόμη τις απολαύσεις μας εξαιτίας αυτών των άλλων.

Σήμερα λοιπόν θα σας ταξιδέψω -δυστυχώς μονάχα νοητά- μέχρι την Νότιο Κορέα· όπου 20 φοιτητές δημιούργησαν το Love Land, το πάρκο της αγάπης. Το συγκεκριμένο πάρκο όμως διαφέρει κατά πολύ από τα πάρκα που έχεις μέχρι αυτή τη στιγμή στο μυαλό σου. Στο συγκεκριμένο πάρκο πας μονάχα αν για σένα η αγάπη πάει να πει φλόγα, αχαλίνωτο πάθος, στενές επαφές και σκηνές που σου παίρνουν την ανάσα.

Στο πάρκο αυτό λοιπόν, εάν ποτέ το επισκεφτείς, δε θα συναντήσεις κούνιες και λουλουδάκια, δε θα δεις παιδιά να παίζουν ανέμελα στο γρασίδι και γονείς να πίνουν τον καφέ τους. Θα δεις αγάλματα και εκθέματα τα οποία απεικονίζουν στιγμές ερωτικών περιπτύξεων. Το Love Land, είναι ένας αποκλειστικά διαμορφωμένος χώρος αφιερωμένος στην ερωτική επαφή. Προορισμός καθαρά και μόνο για ενηλίκους. Εάν ποτέ επισκεφτείς αυτό το μέρος θα περπατήσεις ανάμεσα σε γυναικεία και αντρικά γλυπτά τα οποία επιδίδονται σε πράξεις που μένουν καλά κρυμμένες πίσω από πόρτες. Οι περισσότερες στάσεις που παριστάνουν τα γλυπτά είναι βγαλμένες από φιγούρες γνωστότατου βοηθήματος Ινδικής προέλευσης.

Ο σκοπός της δημιουργίας αυτού του πάρκου δεν είναι ούτε το να κάνει φτηνό σόου ούτε το να ξεσηκώσει κόσμο. Ο μοναδικός σκοπός που αυτοί οι 20 φοιτητές επέλεξαν να δώσουν μορφή σε κάτι τέτοιο, είναι γιατί στον 21ο αιώνα θεώρησαν παράλογο να έχουμε αντιλήψεις και ταμπού γύρω από την ερωτική επαφή ή να υπάρχουν ακόμα ταμπού σε σχέση με το θέαμα αυτού. Μέσα από αυτή την πράξη θέλησαν να κάνουν τον κόσμο να εκτιμήσει και να αντιληφθεί πρώτα απ΄ όλα τη φυσική ομορφιά του ερωτισμού.

Πόσες φορές έχεις κλείσει τα μάτια όταν μια ερωτική σκηνή παίζει στην οθόνη; Από παιδί έμαθες να γυρνάς το βλέμμα αλλού όταν έβλεπες δυο ανθρώπους να φιλιούνται με πάθος, έτσι δεν είναι; Γιατί όμως; Δεν είναι της φύσης δημιούργημα η ερωτική έλξη; Είναι! Κι όταν η έλξη γίνεται πράξη γιατί μας πιάνει αηδία και καθωσπρεπισμός; Τι έχει ο έρωτας που τον κάνει ανήθικο και χυδαίο;

Ο καθένας από εμάς έχει τις δικές του ερωτικές προτιμήσεις -και δεν εννοώ σε ό, τι αφορά το φύλο μόνο. Σε κάποιους αρέσει το soft σε άλλους πιο hard καταστάσεις, σε άλλους δεν αρέσει καθόλου και άλλοι δεν μπορούν να ζήσουν μέρα χωρίς αυτό! Τι απ’ όλα αυτά το καθιστά μεμπτό εφόσον υπάρχει η συναίνεση των όσων συμμετέχουν; Το να απολαμβάνεις τον άλλον ολοκληρωτικά είναι ενοχή και ντροπή; Είναι ταμπού να μας αρέσει να γινόμαστε ένα; Από πότε; Και γιατί δε μας αρέσει να το βλέπουμε σε κοινή θέα όταν αυτό αποτυπώνεται σε αγάλματα;

Σε ό, τι αφορά το display περί έρωτος, οι πλείστοι φοράνε παρωπίδες. Χωρίς όμως αυτό να αποδίδει τις ευθύνες του κάπου, μάθαμε  να σχολιάζουμε κρυφά και ενοχικά όταν περνάμε έξω από ένα κατάστημα με ερωτικά είδη, μάθαμε να κατακεραυνώνουμε τα ζευγαράκια μέσα στα αυτοκίνητα, όλα πνίγονται στον βωμό του μη ηθικού πλάσματος που έτυχε να απολαμβάνει τον έρωτα ίσως λίγο διαφορετικά από εσένα. Δυστυχώς δεν είμαστε open όσον αφορά το display του λόγου ύπαρξής μας. Τα μυαλά και τα μάτια μας δεν αντέχουν να βλέπουν περιπτύξεις χωρίς να τις κρίνουν ή χωρίς τη γέννηση αμηχανίας. Κρυφογελάμε, χλευάζουμε, αηδιάζουμε και δαχτυλοδείχνουμε τον εκτεθειμένο σε χώρους -πέραν της κρεβατοκάμαρας- έρωτα.

Και το ερώτημα είναι, γιατί; Γιατί η πιο ανθρώπινη απόλαυση να κατακεραυνώνεται και να κατακρίνεται αποτρόπαια πράξη; Και στο κάτω κάτω, ερωτευόμαστε παράφορα ψυχές και σώματα και η απόλαυση είναι φυσική μας ανάγκη, οπότε σας ρωτώ, πού είναι η ντροπή σε αυτό; Πάμε ένα ταξιδάκι στη love land λέω εγώ, να φύγουν οι ντροπές. Τι λέτε;

Συντάκτης: Τζένη Άστρα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου