Αρκετοί από εμάς θυμόμαστε τη Ρενέ Ζελβέγκερ στην ταινία «Το ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς» να ορμάει σε ένα τεράστιο μπολ παγωτού επειδή χώρισε με το αγόρι της, και θέλει απλά να γλυκάνει τον πόνο της.  Αυτά, όμως, δε συμβαίνουν μόνο στο Χόλιγουντ αλλά κι εδώ, στη δική μας γειτονιά.

Ας σκεφτούμε πόσες φορές έχουμε τρέξει στο ψυγείο μας προκειμένου να φάμε κάτι, κι ας είμαστε στην πραγματικότητα χορτάτοι. Πόσες φορές έχουμε πιάσει τον εαυτό μας να νιώθει καλύτερα όταν τρώμε, ιδίως όταν έχει προηγηθεί ένα γεγονός που μας έχει στρεσάρει ή στεναχωρήσει; Πόσοι από εμάς έχουμε αποδώσει στο φαγητό μαγικές ιδιότητες, θεωρώντας πως αν δεν καταναλώσουμε κάποια συγκεκριμένη τροφή πριν τον ύπνο ή κάποια δραστηριότητα, δε θα επιτύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα;

Για να εντοπίσουμε τι είναι αυτό που μας οδηγεί σε αυτή τη συμπεριφορά, αρκεί να σκεφτούμε τι μας συμβαίνει λίγο πριν υποκύψουμε σε μια νέα θερμιδική κραιπάλη. Το γεγονός ότι βιώνουμε συναισθήματα τα οποία δεν μπορούμε να διαχειριστούμε, οδηγεί σε ένα τεράστιο συναισθηματικό κενό. Κι είναι αυτό που προσπαθούμε να καλύψουμε. Υποσυνείδητα, υποθέτουμε ότι καταναλώνοντας τροφή και νιώθοντας φούσκωμα, καλύπτουμε και την αντίστοιχη συναισθηματική μας πείνα.

Και κάπου εκεί ενδίδουμε στο φαγητό. Και ξεχνάμε για λίγο αυτό που μας στεναχώρησε, αυτό που μας πείραξε, αυτό που μας εκνεύρισε. Και γινόμαστε πάλι εκείνο το καλό παιδί, εκείνο που δε διαμαρτύρεται ποτέ και που όλα τα ξεχνά και τα συγχωρεί. Αλλά μαζί με αυτά ξεχνάμε και κάτι ακόμα. Τον εαυτό μας. Τις επιθυμίες μας. Εν ολίγοις, έχουμε υποπέσει σε αυτό που ονομάζεται «συναισθηματική υπερφαγία» ή “emotional eating” –όπως είναι κι ο διεθνής όρος– δηλαδή, με απλά λόγια, τρώμε τα συναισθήματά μας.

Όμως, τα συναισθήματα που δεν έχουμε επιτρέψει να βγουν στην επιφάνεια και τα έχουμε σκεπάσει με μεγάλες ποσότητες φαγητού, λειτουργούν σαν το υγρό στοιχείο. Πάντα βρίσκουν μια τρύπα κι εμφανίζονται, εφόσον δεν αντιμετωπίζουμε την πηγή της διαρροής. Για να μην αναφέρουμε και τις τύψεις και τις ενοχές που νιώθουμε ύστερα, επειδή δε συγκρατηθήκαμε και τελικά φάγαμε πάλι, χωρίς να δώσουμε προσοχή στις θερμίδες που πήραμε.

Γιατί, συνήθως, τα φαγητά που τρώμε σε αυτές τις στιγμές είναι πολύ λιπαρά, όπως τα γλυκά, οι πίτσες, τα σουβλάκια. Αυτά που ονομάζουμε μεταξύ μας «γουρουνιές». Και να οι τύψεις, να οι ενοχές. Και κάπου εκεί, φτάνουμε στο σημείο να πνιγόμαστε και να πιεζόμαστε απ’ το βάρος των συναισθημάτων που έχει πέσει στις πλάτες μας. Κι όσο το αγνοούμε, τόσο αυτό αυξάνεται. Κι εντάξει, κανείς δεν είπε να δαιμονοποιήσουμε το φαγητό και να μην τρώμε πού και πού και κάτι πιο αμαρτωλό, που το τραβάει η όρεξή μας, αλλά να ξέρουμε πότε να βάζουμε ένα στοπ.

Γιατί, στην ουσία, πρόκειται για μια πλάνη απ’ την οποία πρέπει να βγούμε. Πότε; Όταν συνειδητοποιήσουμε ότι πλέον έχουμε γίνει έρμαιο της τροφής. Όταν πια η πρόσληψη φαγητού ξεφύγει απ’ τα όρια της βιολογικής ανάγκης. Όταν στραφούμε στον εαυτό μας και διαπιστώσουμε ότι αυτό το συναισθηματικό κενό, που υπάρχει μέσα μας και προσπαθούμε με μανία να καλύψουμε με παγωτά και πίτσες, τελικά στέκει εκεί αγέρωχο.

Εθελοτυφλούμε όταν πιστεύουμε πως το λύσαμε απολαμβάνοντας ένα χορταστικό κομμάτι σοκολατόπιτας. Γιατί ό,τι δεν αντιμετωπίζεται, μένει ζωντανό, και μαζί με την υπερφαγία το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να το δυναμώσουμε για να επιστρέψει πιο δυνατό. Βάζοντας τα χνούδια κάτω απ’ το χαλί, δε σημαίνει ότι καθαρίζουμε. Ίσα-ίσα, θα αρχίσουν να συσσωρεύονται κι η διαβίωση μέσα σε αυτό το σπίτι θα γίνει ανυπόφορη -όπου χνούδια είναι τα συναισθήματά μας κι όπου σπίτι ο εαυτός μας.

Η λύση είναι να στραφούμε στο μέσα μας. Φυλακίζοντας το συναίσθημα με το φαγητό, το κάνουμε να αγριεύει όπως τα θηρία. Τα συναισθήματα δεν είναι τέρατα που στόχο έχουν να κατασπαράξουν τους ανθρώπους. Κανείς δεν έπαθε κάποια ανεπανόρθωτη ζημιά επειδή χρειάστηκε να βιώσει κάποιο δύσκολο ή αρνητικό συναίσθημα. Κανείς δεν πέθανε απ’ τα συναισθήματα. Αντιθέτως, αρκετοί υπέστησαν πολλά προβλήματα υγείας από αλόγιστη διατροφική συμπεριφορά.

Για να σπάσουμε τον φαύλο κύκλο, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι το φαγητό δεν μπορεί να λειτουργεί σαν επίδεσμος σε μια πληγή που αιμορραγεί. Αντιθέτως, πρέπει να βρούμε τρόπο να κλείσουμε αυτήν την πληγή. Να εντοπίσουμε τη ρίζα του κακού. Να δούμε τι είναι αυτό που τρώει την ψυχή μας, όσοι εμείς τρώμε μεγάλες ποσότητες φαγητού.

Το φαγητό αποτελεί, σίγουρα, μια απόλαυση.  Το παιχνίδι χάνεται όταν από απόλαυση γίνεται νοσηρή συνήθεια και φυλακή μας. Μόνο αν σπάσουμε τα δεσμά του εγκλωβισμού μας κι ανακαλύψουμε τι είναι αυτό που τον πυροδοτεί, θα καταφέρουμε να απελευθερωθούμε.  Με βοήθεια από ειδικό ή μη, πάντα είναι καλό να αφουγκραζόμαστε τον εαυτό μας και τις ανάγκες μας. Δεν είναι εγωισμός το να διεκδικούμε τα «θέλω» μας αλλά βασικός κανόνας της επιβίωσής μας. Γι’ αυτό, όπως λένε κι οι Τρύπες, «βάλε φωτιά σε ό,τι σε καίει, σε ό,τι σου τρώει την ψυχή».

 

Συντάκτης: Ναταλία Ελευθερίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη