Όταν ήμασταν μικροί, η αλήθεια να λέγεται, κανένας από εμάς δεν είχε κάποιο εξαιρετικό ταλέντο· μάλλον, καλύτερα, δεν μπορούσαμε να επιδείξουμε κανένα εξαιρετικό ταλέντο, καθώς δε μας το επέτρεπε η περιορισμένη ακόμα σωματική μας δομή, καθώς κι οι πνευματικές μας δυνατότητες που μόνο ανεπτυγμένες δεν τις έλεγες. Με λίγα λόγια, δεν περπατούσαμε εξαιρετικά γρήγορα, δεν ντυνόμασταν στο τσακ-μπαμ, δεν τρώγαμε το φαγητό μας αν δε μας το είχε κόψει πρώτα κάποιος σε 356 κομματάκια, δεν καταλαβαίναμε εύκολα οδηγίες, γενικά χρειαζόμασταν μια κάποια βοήθεια για να θεωρούμαστε λειτουργικοί άνθρωποι και μπόλικο ντάντεμα για να νιώθουμε την ψυχολογική ασφάλεια που θα μας έπειθε πως δεν κινδυνεύουμε απ’ την ευαλωτότητά μας.

Κάνοντας ένα νοερό fast forward, ή έστω φέρνοντας στο μυαλό μας τη γιαγιά ή τον παππού μας, θα παρατηρούσε κανείς πως κι αυτοί χρήζουν του ίδιου νταντέματος και πως αυτά που τόσο εύκολα αποκαλούμε «γεροπαραξενιές», μοιάζουν δραματικά πολύ με όσα πριν αναφέρθηκαν ως χαρακτηριστικές συμπεριφορές ενός τυπικού τρίχρονου. Επειδή οι άνθρωποι, όπως έχουν δείξει πολλές ψυχολογικές έρευνες, μετά τα εβδομήντα τους έτη τείνουν να υιοθετούν ξανά τις συμπεριφορές των παιδικών τους χρόνων, κλείνοντας τον κύκλο της ζωής τους από εκεί που τον άνοιξαν. Ναι, από την ευαλωτότητα.

Μου το επιβεβαίωσε κι η δική μου γιαγιά, τις προάλλες που πίναμε τον καφέ μας, μου το επιβεβαιώνει κάθε φορά που περνάμε χρόνο μαζί και πάντα η διαπίστωση με κάνει να χαμογελάω. Είχε, που λες, στο τραπεζάκι του σαλονιού της ένα τεύχος με κρυπτόλεξα, χόμπι που ξεκίνησε εδώ και δύο χρόνια περίπου, τότε που σταμάτησε να διαβάζει βιβλία ή να πλέκει, επειδή έλεγε πως και τα δύο κούραζαν τα μάτια της. Μου ανοίγει, λοιπόν, το τεύχος με τα κρυπτόλεξα και μου λέει να κοιτάξω πόσα πολλά έλυσε, πόσο γρήγορα τα έκανε και να μου δείχνει την τεχνική της για να μπορώ να τα λύνω κι εγώ με την ίδια ευκολία.

Συνειρμικά κι αναπόφευκτα θυμήθηκα τότε όλες εκείνες τις φορές που έτρεχα στη μαμά μου για να τις δείξω όλα εκείνα τα ακαταλαβίστικα «έργα τέχνης» που έκανα με τις καινούριες μου μπογιές και πόσο διψούσα γενικά για εκείνον το θαυμασμό στα μάτια της την ώρα που αναγνώριζε το ταλέντο μου, κι όλα εκείνα τα αλαμπουρνέζικα κατεβατά με ασυνάρτητα γράμματα στοιχισμένα άτεχνα μεταξύ τους που τις πήγαινα για να μου διαβάσει «τι έγραφα», όταν ακόμα όχι απλά δεν ήξερα να γράφω, αλλά δεν ξεχώριζα καν το ελληνικό απ’ το αραμαϊκό αλφάβητο.

Τελειώνοντας, λοιπόν, απ’ τα κρυπτόλεξα, κι αφού υπογράμμισα με χαμόγελο πόσο θαυμάζω την τεχνική της να βρίσκει τα «δύσκολα» γράμματα (βλέπε φ, χ, ψ, ω, ξ και τέτοια) μέσα στο μπουλούκι κι από αυτά να πιάνεται και να ψάχνει γύρω-γύρω για τις «δύσκολες» λέξεις, προχωρήσαμε για χιλιοστή φορά στο πόσο καλή ήταν κάποτε στην αριθμητική και στο ότι ακόμα θυμάται την προπαίδεια και στα «Να, ρώτα με, ρώτα ό,τι θες και θα δεις ότι τα ξέρω» και να σου εγώ να τη ρωτάω πόσο κάνει τέσσερις οκτώ κι εφτά εννιά κι αυτή να μου απαντάει όλο καμάρι κρυφομετρώντας πού και πού στα δάχτυλα, καταλήγοντας εντέλει να μου ανακοινώνει πως μέσα στο κρυπτόλεξο είχε κι ένα σταυρόλεξο με αριθμούς (το Sudoku εννοούσε) και πως επειδή είναι τόσο καλή στα μαθηματικά κατάλαβε αμέσως πώς λύνεται, κι απλά ήθελε να μου το δείξει για να ελέγξω αν τα έκανε όλα σωστά.

Σημείωση· προφανώς και δεν είχε καταλάβει πώς λύνεται ένα Sudoku κι επίσης, προφανώς, δεν είχε βάλει ούτε έναν αριθμό στο σωστό κουτάκι, παρ’ όλα αυτά της είπα και μπράβο, και ουάου (όπως έκανε κάποτε κι η μαμά μου με τα ακαταλαβίστικα που έγραφα και νόμιζα πως ήμουν η Πηνελόπη Δέλτα) κι αυτή κορδώθηκε ακριβώς όπως κορδωνόταν κάποτε κι ο τετράχρονος εαυτός μου, και το συναίσθημα ήταν τόσο γλυκό όσο ακούγεται.

Το ίδιο νιώθω και κάθε φορά που πάει να κάνει κάποια συνταγή που είδε στην εκπομπή του Άκη Πετρετζίκη και μου καίει τα εγκεφαλικά κύτταρα ανακοινώνοντάς μου πως έβαλε «ζίνγκερ» στο κοτόπουλο (τζίντζερ, παιδιά, τζίντζερ) και πως έμαθε πως το «προσόντο» πάει πολύ με πεπόνι κι αναρωτιέται από πού το παίρνουν αυτό και γιατί δεν το έχει δει ποτέ στα μαγαζιά (προσούτο εννοούσε, παιδιά, μην ανησυχείτε, λίγα ιδιαίτερα θέλετε μόνο και θα γίνετε ξεφτέρια). Όχι, συνήθως δεν τρώγονται οι πειραματισμοί της, είναι όμως χαριτωμένο το πόσο σε κάνει να χαμογελάς η όλη προσπάθεια, όπως τότε που θεωρούσαμε τρομερό κατόρθωμα να αλείψουμε δυο φέτες ψωμί με μαρμελάδα κάνοντας τον πάγκο της κουζίνας να μοιάζει με κρανίου τόπος κατεβάζοντας μέχρι και τον αποχυμωτή, απλά για να εντυπωσιάσουμε τους γονείς μας ετοιμάζοντάς τους πρωινό-έκπληξη.

Με λίγα λόγια, μεγαλώνοντας οι άνθρωποι (δε θα πω «γερνώντας», καθώς στο μυαλό μου η γιαγιά μου δε γέρασε ποτέ, όπως δε γερνάει κανένας άνθρωπος που αγαπάμε) ξαναγίνονται παιδιά κι ως παιδιά θέλουν να τους φερόμαστε. Γίνονται παράξενοι, ενίοτε κακομαθημένοι, δεν αντέχουν τα καυτερά φαγητά, κάνουν πράγματα για να τραβάνε την προσοχή, έχουν ανάγκη από περισσότερη φροντίδα κι αγκαλιές και γενικότερα θέλουν να νιώθουν ότι αγαπιούνται κι ότι αξίζουν ακόμα, για να ‘ναι ασφαλείς κι ευτυχισμένοι.

Κι είναι δουλειά μας να τους κάνουμε ευτυχισμένους, με χρόνο και συζήτηση, όχι με πράγματα, ακριβώς όπως κανένα παιδί δεν έγινε ευτυχισμένο για πάνω από μία ώρα αποκτώντας οποιοδήποτε παιχνίδι έτυχε να επιθυμεί, αν δεν καθίσει ποτέ να παίξει με τους γονείς του για να μοιραστεί την ευτυχία του.

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη