Είμαστε που λες οι άνθρωποι, όντα εξοπλισμένα με ένα αβαντάζ σε σχέση με τ’ άλλα ζώα. Είναι που έχουμε αυτή τη λεπτομέρεια στην κατασκευή μας, να μας ξεχωρίζει και να μας καθορίζει. Είναι που νιώθουμε, χωρίς πολλές φορές να αντιλαμβανόμαστε πως η πινελιά αυτή είναι ένα προτέρημα που προσέθεσε ο δημιουργός μας. Κι όμως συχνά βλέπουμε στο βάθος συναίσθημα και κάνουμε αναστροφή. Με την ουρά στα σκέλια τρέχουμε μακριά και με σημαία μας την άρνηση αποφεύγουμε καθετί που μπορεί να μας κάνει ευάλωτους.

Οι ειδικοί το έχουν θέσει ως το πρώτο στάδιο του πένθους ή της θλίψης και θλίψη είναι ένας από τους σταθμούς όπου τα συναισθήματα βρίσκουν απαγορευτικό σήμα. Συχνά, στην προσπάθειά μας ν’ αποφύγουμε αρνητικά συναισθήματα, θεωρούμε πως είμαστε δυνατότεροι απ΄τη ζωή, τι χαζό. Κι έτσι αρνούμαστε να τα αποδεχτούμε, να τα εισπνέυσουμε, να τα εισχωρήσουμε καλά μέσα στον οργανισμό μας κι έτσι μετά με μια έντονη εκπνοή να τα αποβάλουμε.

Κι ενώ είμαστε πιόνια μιας ανώτερης δύναμης, στεκόμαστε μέσα στο μαύρο ή άσπρο μας τετράγωνο, ανήμποροι να επιλέξουμε πορεία. Κι απλώς αποφεύγουμε την κίνηση, αγνοούμε την ευθύνη που έχουμε απέναντι στην παρτίδα. Ποσώς μας ενδιαφέρει πως σύντομα θα ‘ρθει εκείνη η στιγμή που θα μας γυρίσει μπούμερανγκ κι όλο αυτό θα το φάμε στο κεφάλι. Και θα ‘ναι γερή η σφαλιάρα. Γιατί η θλίψη που αρνούμαι σήμερα να αποδεχτώ, να ζήσω, για να μπορέσω να εκτονώσω και να αφαιρέσω από το σύστημά μου, αύριο θα ‘ρθει σαν χιονοστιβάδα και θα με καταπλακώσει. Θα μαζεύεται καιρό και το βουνό θα μεγαλώνει, θα παίρνει μπόι. Μπόι που θα κλέβει από μένα και θα το κάνει καταπίεση.

Η ετυμολογία του «όχι», έρχεται και βάζει φρένο στις παρορμήσεις μας. Στα συναισθήματα που γεννιούνται και συχνά έχουν την ανάγκη να βγουν προς τα έξω. Ένα τέτοιο συναίσθημα, ένα ίσως λίγο παραγκωνισμένο είναι κι ο θυμός. Είναι από τα ύπουλα του είδους, εκείνα που επειδή τα θεωρούμε «αρνητικά», συχνά πιστεύουμε πως πρέπει να τα αγνοήσουμε. Πως αν δεν τους δώσουμε σημασία, τότε θα αποφύγουμε να προσβάλουμε ή να πληγώσουμε. Να κάνουμε κακό σε κάποιον, συναισθηματικό ή σωματικό.

Ξεχνάμε όμως πως κι ο θυμός κατατάσσεται μέσα στα συναισθήματα. Είναι κι αυτός μέρος του ορισμού. Κι ο ορισμός λέει πως συναίσθημα είναι «η ευάρεστη ή δυσάρεστη ψυχική κατάσταση που συνοδεύεται από ελαφριές μεταβολές των λειτουργιών του οργανισμού και είναι αποτέλεσμα κάποιου γεγονότος ή εμπειρίας». Πως κι ο θυμός χρειάζεται κάποιου είδους εκτόνωση και πως η αγνόησή του πιθανό να μην αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα που έχουμε στο νου μας όταν αρνούμαστε να τον δούμε στα μάτια.

Αν αρνηθώ την ύπαρξη του θυμού μου, αυτός δε θα εξαφανιστεί δια μαγείας. Παρά μόνο θα κάτσει ήσυχος σε μια γωνίτσα και θα καλεί στην παρέα του κάθε μικρή παρασπονδία, καθετί ασήμαντο που με ενοχλεί. Και θα μεγαλώσει η παρέα, και θα ‘ναι πια πολλοί οι φίλοι μαζεμένοι. Μέχρις ότου να μη χωράνε όλοι μαζί να κάθονται σ’εκείνη τη γωνίτσα. Κι έτσι το «μπαμ» δε θα αργήσει να ακουστεί. Κι όλα αυτά που απέφευγα αγνοώντας το θυμό μου, θα ‘ρθουν στο δεκαπλάσιο και θα με καταρρακώσουν.

Για τέλος άφησα ένα συναίσθημα γλυκόπικρο. Ένα από εκείνα που στο άκουσμά του, όλοι θα απελευθερώσουμε έναν αναστεναγμό. Άλλοι πρώτα θα χαμογελάσουμε όμως κι άλλοι ίσως κάπως κατσουφιάσουμε. Έρωτας είναι η αιτία. Αρχηγός των συναισθημάτων, ηγέτης που δείχνει το δρόμο προς το φως ή το σκοτάδι. Κι είναι αυτή η άγνοια που πολλές φορές μας οδηγεί στο να αρνούμαστε τη ύπαρξή του. Που δεν ξέρουμε τι βρίσκεται στην άλλη πλευρά του τούνελ. Κι έτσι όταν υποψιαζόμαστε έρωτα, του κλείνουμε την πόρτα. Γιατί τρέμουμε στη σκέψη πως το σκοτάδι που θα περπατήσουμε δεν είναι μόνο η διαδρομή. Πως θα ‘ναι τελικά και ο προορισμός.

Κι αν λέει αρνηθώ τον έρωτά μου, τότε αυτός θα μου περάσει; Δεν ξε-ερωτεύονται οι άνθρωποι, μάτια μου. Όχι όταν τα καμπανάκια κι οι προειδοποιήσεις είναι σωστά. Είτε ο έρωτας εκείνος έχει ανταπόκριση, είτε όχι. Αν του χαράξω του καημένου ένα τεράστιο «όχι» και του κλείσω την πόρτα, τότε αυτός θα συνεχίζει να βρίσκεται εκεί. Η μόνη διαφορά είναι πως πια θα με καίει με «αν» και «γιατί». Πως δε θα του δώσω την ευκαιρία να μου τις λύσει ο ίδιος τις απορίες αυτές. Πως ο έρωτας είναι έρωτας, ό, τι κι αν σημαίνει αυτό. Πως ίσως να μη βγάζει νόημα, μα ούτε και χρειάζεται. Χρειάζεται μόνο χώρο να απλωθεί κι αν θα ‘χει ανταπόκριση αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Δε θυμάμαι ποιος μου ‘μαθε τι θα πει συναίσθημα. Θυμάμαι απλώς να νιώθω. Κι έτσι σιγά-σιγά να κατηγοριοποιώ πράγματα, λέξεις, έννοιες, μέσα σ’εκείνο το κουτάκι με τα συναισθήματα. Θυμάμαι να μου λέει η ζωή πως υπάρχουν για να τα ζούμε, θυμάμαι να μου το αποδεικνύει κάθε φορά που κάποιο θα το καταπίεζα. Θα το έπνιγα γιατί φοβόμουν να το βγάλω προς τα έξω. Μπας και το δει κανείς και με παρεξηγήσει. Μπας και δε βρει το συναίσθημα εκείνο ανταπόκριση και κατανόηση.

Κι όσες φορές θα τα έκανα πέρα και θα τα αρνούμουν, άλλες τόσες θα ‘ρχόταν άλλο ένα μάθημα για να μου υπενθυμίσει πως τα αισθήματα είναι για να μοιράζονται. Να εξωτερικεύονται, να εκτονώνονται. Πως συναισθήματα δεν είναι μόνο εκείνα που μας προσφέρουν ευφορία. Είναι και τ’άλλα τα κλειστοφοβικά, που είναι λες και μας κλειδώσανε στο πιο σκοτεινό μπουντρούμι. Πως η λύτρωση έρχεται μονάχα όταν απελευθερωθούν.  Πως ο τροχός γυρίζει τελικά και πως δεν έχει γωνίτσες για να αποθέσω πάνω συναισθήματα και να τα αγνοήσω. Και την ώρα της στροφής, θα πέσουν όλα ένα-ένα.

Κι εγώ θα είμαι από κάτω.

 

 

Συντάκτης: Άνδρη Χριστοφή
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου