Ξεκινάει πάντα έντονα. Ένα βλέμμα, μια λέξη, ένα άγγιγμα, ακόμη κι ο μικροσκοπικός σπόρος μιας ιδέας που αφορά εκείνους αρκεί, για να πυροδοτήσει το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο, να σε κάνει να χάσεις τη γη κάτω από τα πόδια σου, να σου κοπεί η ανάσα και να σταματήσει ο χρόνος. Σαν υπνωτισμένοι, αρχίζετε το, γνώριμο πια, push-pull χορό που σας βραχυκυκλώνει.

Προκαλείτε ο ένας τον άλλον τόσο επιδέξια. Η βαρυτική έλξη μεταξύ σας γίνεται επικίνδυνα δελεαστική και καταφέρνετε να χτίζετε, να κλιμακώνετε και να διατηρείτε την ένταση της έκστασης σε οριακό σημείο. Έχετε τη μαγευτική ικανότητα να ταξιδεύετε μαζί εγκεφαλικά και τόσο προβλέψιμα σαγηνευτικά, οδηγώντας την επιθυμία σε μονοπάτια αυστηρώς ακατάλληλα για ανήλικους και τη φαντασία σε γαλαξίες άπειρων απολαύσεων. Είναι οικείο πια το ανά τα χρόνια gameplay που περισσότερο φοβίζει εκείνον που προσπαθεί με νύχια και με δόντια να μην αισθανθεί τίποτα, ενώ ο άλλος τον κάνει να αισθάνεται τα πάντα. Μεταφέρεστε σ’ ένα λούνα παρκ συναισθηματικών δονήσεων γνωρίζοντας πολύ καλά κι οι δύο πώς να οδηγείτε ταχυδακτυλουργικά αυτό το τραινάκι του πόθου μέχρι εξαντλητικής πτώσης. Ποιου το κάστρο θα πέσει πρώτα, όμως; Ποιος θα είναι ο νικητής; Και με ποιο τίμημα, αυτήν τη φορά; Όταν πλέον έχετε καταφέρει να δημιουργήσετε τόσο ανυπέρβλητα υπέροχες προσδοκίες ο ένας στον άλλον, ποιος από τους δύο έχει τα κότσια να κάνει το επόμενο βήμα διαλύοντας τα πάντα στον διάβα του και ρισκάροντας να μετατραπεί σε πιθανή απογοήτευση;

Οπότε, αφού στον πόλεμο όλα επιτρέπονται, εκείνοι, σαν γνήσιοι ελεύθεροι σκοπευτές, περιμένουν την κατάλληλη στιγμή να κάνουν την κίνησή τους και στο στόχαστρό τους εσύ. Και πάντα βρίσκουν στόχο, έτσι; Όσο ψηλά, πάνω από τα σύννεφα, κι αν συναντιέστε, η προσγείωση, εκτός από αναπόφευκτη, είναι πάντα αφόρητα τραυματική. Τόσο που εύχεσαι να ήταν και θανατηφόρα. Φτάσατε, λοιπόν, στο τέλος; Βρήκατε, επιτέλους, το όριο και το ξεπεράσατε; Αρχίζεις, ξανά, ν’ αναρωτιέσαι πώς κλείνει αυτό το κεφάλαιο που με κάποιο τρόπο πάντα ανοίγετε αλλά κάποιος από τους δύο, ή κι οι δύο, το μετατρέπει σε πορφυρό παρανάλωμα ενός μόνιμα ανεκπλήρωτου έρωτα.

 

 

Το κάστρο σου μπορεί να είναι πάντα εκείνο που, αργά ή γρήγορα, πέφτει πρώτο, ποιος είναι, όμως, ο χαμένος στην πραγματικότητα; Πόσο θλιβερό που ακόμα και το τέλος το μετράτε, ξανά, με τέτοιους πρόστυχους όρους. «Συγχαρητήρια. Κέρδισες», λες. Αλήθεια, πόση σημασία έχει ποιος απέκτησε τις βαθύτερες πληγές όταν η μόνη που σέρνει τα κομμάτια της είναι η αγάπη;

Είστε ικανοί να δημιουργήσετε από το μηδέν το απόλυτο χάος σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Εσείς οι δύο μαζί, γλυκά μπλεγμένοι, χαμένοι σε οποιοδήποτε σενάριο, είστε απλώς δηλητηριώδεις. Πόσο αξιοθρήνητα γουστάρεις όμως εμμονικά να καθηλώνεσαι σε αυτό το κολαστήριο ρε γαμώτο; Ακόμα πιο θλιβερή είναι η συνειδητοποίηση ότι η εκπλήρωση που σταθερά ονειρεύεσαι δεν πρόκειται να είναι ποτέ εφικτή. Για ποιο λόγο, άλλωστε, να μένεις πάντα νηστικός, ζητιανεύοντας στις στάχτες τα ψυχεδελικά ψίχουλα αυτής της σχέσης; Πώς επιχειρείς, όμως, να κόψεις τις αόρατες κλωστές που σε τραβούν σκίζοντάς σε, σχεδόν κυριολεκτικά, στα δύο;

Ίσως εάν τολμήσεις να κοιτάξεις το θέμα πραγματικά θα δεις πως τέτοιου είδους σχέσεις ευδοκιμούν όταν απουσιάζει το αίσθημα αγάπης προς τον εαυτό. Πάντα θα υπερισχύουν τα καλά ριζωμένα αισθήματα περί εγκατάλειψης κι οικειότητας κι αυτές οι σφαλιάρες της ζωής σταθερά θα σας θέτουν σε απόσταση. Ξέρεις πως ο μόνος τρόπος για να βάλεις τελεία είναι να αγαπήσεις τον εαυτό σου. Κι όμως, σε κάθε τέλος σας, εσύ εκεί, να λικνίζεσαι, στεγνός πια από δάκρυα -πόσα να χύσεις πια;- στους ήχους μιας μεθυσμένης μελωδίας αγκαλιά με το λαβωμένο εαυτό σου. Βαθιά μέσα σου γνωρίζεις πως ποτέ δε θα θέλεις ν’ αποκοπείς από τα μολυβένια δεσμά τους κι απλώς θα τους καταχωνιάσεις στα μπαούλα του μυαλού σου, σαν στοιχειά. Πάντα ένα ερώτημα θα τριγυρνάει στο κεφάλι σου: Αν μπορούσες να το πάρεις πάλι από την αρχή, θα τους συναντούσες ξανά για πρώτη φορά ή θα προσπερνούσες;

Παρ’ όλα όσα προστάζει η άμοιρη λογική σου, εσύ αρνείσαι πεισματικά να παραδώσεις τα όπλα κάνοντας τα βήματα εκείνα που ίσως και να οδηγήσουν στην πραγματική συναισθηματική τελεία, το λεγόμενο “closure”. Από τη μία, αυτή η ρημάδα η ζωή σε κοιτά με γειρτό το κεφάλι και σου χαμογελά όλο νόημα λέγοντάς σου: “I hope you have the time of your life”. Επιπλέον, αν υπάρχει μια καθολική αλήθεια εκεί έξω, αυτή είναι πως αν αγαπάς κάτι, το προστατεύεις. Είναι, άλλωστε, το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο. Τι συμβαίνει όμως όταν εκείνο το οποίο αγαπάς δεν υπάρχει και είναι μονάχα αποκύημα της φαντασίας σου; Και πώς πείθεις τον εαυτό σου να το αποδεχτεί; Από την άλλη, ίσως και να αρνείσαι επειδή εκείνοι σε γνωρίζουν πολύ πριν γίνεις κι εσύ, αναπόφευκτα, κυνικός και διπλωμάτης. Αυτό το τόσο ελκυστικό πάρε-δώσε ξεκίνησε όσο είχατε κι οι δύο ακόμη λευκά μητρώα. Και γαντζώνεσαι, σε πλήρη λειτουργία επιβίωσης, από τα μοναδικά εκείνα ίχνη που ξέρεις, με βεβαιότητα, πως είναι ικανά να σε γλιτώσουν και σήμερα από το να χαθείς στα πηγάδια της απόλυτης απάθειας.

Απολύτως συνειδητή αδυναμία σου, λοιπόν, αυτό το «παραλίγο τα πάντα» κι εσύ μάταια αναρωτιέσαι αν θα το αναλύσεις ξανά ή αν, επιτέλους, θα το ζήσεις. Πόσες φορές άραγε θα γίνεις κομμάτια στον βωμό των ονείρων μιας ζωής που δε θα υπάρξει; Η ιστορία θα δείξει. Μέχρι την επόμενη φορά, λοιπόν, που ελπίζεις πως θ’ ακουστούν οι ψίθυροι της σπασμένης μελωδίας σας και θ’ ανταμώσουν οι δρόμοι σας σε κάποια άλλη πίστα, τα λόγια σου μπορεί να χαρακτηρίζει η ασυνέπεια αλλά το mantra θα παραμένει πάντα το ίδιο: «Να προσέχεις».

Συντάκτης: Αγγελική Λεωνόρα Λαμπροπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου