Άλλο ένα δύσκολο ερώτημα και ένα υπέρτατο δίλημμα βρέθηκε για μια ακόμη φορά στο I ❤ Polls του pillowfights.gr

Πάμε για ποτάκι ή για καφεδούμπα; Τουτέστιν, καφές ή αλκοόλ; Τι από τα δύο προτιμάτε;

Εμείς ρωτήσαμε, εσείς ψηφίσατε και ιδού τα αποτελέσματα: το 45% απολαμβάνει περισσότερο τον καφέ, ενώ το υπόλοιπο 55% διψάει για αλκοόλ. Όπως βλέπετε όλοι, τα στατιστικά έχουν μικρή διαφορά μεταξύ τους, και γι’ αυτό αποφάσισα πως πρέπει να αναλυθούν περισσότερο από κάθε άλλη φορά.

Αρχικά, καφές. 

Ο καφές, φίλοι μου, είναι ιερό πράγμα. Είναι η αρχή της μέρας σου και αυτό που τον κάνει πολύ, πολύ σημαντικό είναι πως σηματοδοτεί όχι μόνο αυτήν, αλλά και τη διάθεσή σου.

Νεύρα αν σου βγήκε νερουλός, ευτυχία και παράδεισος άμα γέννησαν τα χέρια σου ένα αριστούργημα. 

Συν, το πρώτο τσιγάρο της ημέρας με την πρώτη τζούρα καφέ, ξέρουμε όλοι μας πολύ καλά πως είναι αξία ανεκτίμητη.

Πέραν αυτών, όμως, ο καφές έχει γευσάρα, ομολογουμένως – μην κοιτάτε το κακό που έχουν προκαλέσει τα Σταρμπακς στις ζωές μας. Και το καλύτερο είναι πως υπάρχει σε διαφορετικές βερσιόν, για να εξυπηρετεί όλα τα γούστα.

Μπορείς να ξεκινήσεις από την κλασική και αθάνατη αξία, τη φραπού (που είναι και ντόπα), να συνεχίσεις με κάτι πιο ιταλέζικο, τύπου εσπρεσοειδή, να το γυρίσεις σε βαριές αράβικες, τούρκικες αλλά και ελληνικές παλιές ρίζες, σε κάτι πιο σικ και γαλλικό με φίλτρο, και γι’ αυτούς που ψήφισαν ποτά ή απλώς κρύβουν μεγάλες αλκοόλες μέσα τους, πάντα θα υπάρχει και ο ιρλανδέζικος ή ο μεξικάνικος.

Όπως προείπα, για όλα τα γούστα.

Πάμε παρακάτω. Ο καφές ξυπνάει τον κόσμο. Κι όταν λέω «κόσμο» εννοώ αυτούς που τον καταναλώνουν σε ανθρώπινο βαθμό, ενώ οι υπόλοιποι μπορούν να κοιμηθούν με την κούπα αγκαλίτσα τους. Όπως και να έχει, όμως, είτε σωματικά, είτε εγκεφαλικά, καφέ θα πιεις για να ανοίξει το ματάκι. Μη θυμηθώ ότι για τις δύσκολες ώρες ενός κακού χανγκόβερ, ο καφές είναι εκεί για να σου συμπαρασταθεί.

Κατά τα άλλα, τα περισσότερα ραντεβού ξεκίνησαν με το «Πάμε για ένα καφέ, ρε!» και τελείωσαν με το «Πιάσε μια μπίρα!». Και σε συνέχεια των ραντεβού αυτών, ο καφές δεν είναι μόνο απολαυστικός ως ρόφημα, αλλά είναι γαμάτος κι ως διαδικασία. Δηλαδή, θα βγεις για το καφεδάκι σου, θα αράξεις να πεις πέντε μαλακίες, θα παίξεις κανένα χαρτάκι ή ένα ταβλάκι, δε θα σηκωθείς από την καρέκλα σου για κανένα τρίωρο στην καλύτερη, μιλώντας, κουτσομπολεύοντας και γκρινιάζοντας. Κι ο καφές θα είναι εκεί, δίπλα σου, για όσο τον χρειαστείς.

Το μειονέκτημα: μπορεί να βαράς τσίτες για δύο μέρες αν καταναλώσεις μεγάλη δόση.

Πάμε στα ξίδια τώρα.

Για να το κάνω πλήρως ωμό, θα σας περιγράψω τις δύο εκδοχές που συνήθως υπάρχουν. Η μία βράδυ και η άλλη μεσημέρι – άσχετο που υπάρχουν κι αυτοί που προτιμούν και το κάνουν συνδυαστικά.

Κάντε εικόνα.

  • Μεσημέρι: βγαίνεις στη ταβερνούλα σου, με την παρέα σου για τσίπουρα, τρως μεζέδες, βλέπεις θάλασσα κι ακούς ρεμπέτικα. Μπόμπα.
  • Βράδυ: από επιλογές είμεθα φουλ. Θες κλαμπ, θες μπαρ, θες άφτερ, θες σπίτι; Θες κοκτέιλ γλυκό ή ξινό, θες ποτό, θες κάτι πιο σπέσιαλ και φάνσι; Ή μήπως θες να νιώσεις την αγάπη μιας παγωμένης μπίρας;

Όλα τα κόνσεπτ προσφέρουν ευχαρίστηση και γευστικό οργασμό.

Το αλκοόλ, επίσης, ως γνωστόν, έχει το πλεονέκτημα πως μηδενίζει άμυνες και τα σχετικά. Καμιά τρελή και αστεία ιστορία δεν ξεκίνησε πίνοντας καφέ, άλλωστε. Θέλει και λίγο ξίδι ο άνθρωπος για να βγάλει τον χειρότερο και πιο αστείο εαυτό του.

Εν ολίγοις, με ένα ποτό στο χέρι έχεις τη δύναμη να την πέσεις, να φλερτάρεις, να εκφραστείς –όσο είναι δυνατόν-, να γειώσεις, να μαλακιστείς, να γελάσεις και λοιπά.

Ε, είναι αρκετά, θαρρώ.

Το μειονέκτημα: Κακό χανγκόβερ, απώλεια μνήμης ή και για τους πιο εξτρίμ, ξύπνημα με περίσσευμα σούρας.

Στο δια ταύτα, λοιπόν, οι δύο καταστάσεις είναι εξαιρετικά θεσπέσιες για να μπορέσουμε να διαλέξουμε τι και πώς. Εξάλλου, όλα εξαρτώνται από τη διάθεση και την παρέα – ας μην ξεχνάμε κι αυτόν τον παράγοντα!

Κι όταν λέω «διαλέξουμε», μιλάω αποκλειστικά και μόνο για εμένα, που για ακόμη μια φορά δεν μπόρεσα να καταλήξω τι από τα δύο προτιμώ.

Και τώρα σκέφτομαι πολύ σοβαρά να σας αφήσω, για να πάω να αποφασίσω.

 

Συντάκτης: Δάφνη Παπαϊωάννου