Να φεύγεις. Από σκάρτους ανθρώπους και συμπεριφορές. Από φωνές και φασαρία. Από (ξε)πουλημένους και σκυλάκια.  Από ‘κει που σου στερούνε την ελευθερία σου. Από ‘κει που σου δένουν τη γλώσσα.  Από γελοίους και δήθεν. Από άδεια αστραφτερά περιτυλίγματα. Από ψιθύρους γύρω από τ’ όνομα σου.

Την ανοχή δε νομίζω να τη νίκησε ποτέ κανείς. Μια μέρα γίνεται θηλιά και πνίγεσαι μόνος σου. Χάνεις τον εαυτό σου και μαζί του όσα αγαπάς. Χάνεις το «είναι» σου και τη συνείδησή σου. Χάνεις τους ανθρώπους σου. Αρχίζεις ξαφνικά να μην ξεχωρίζεις τα ψέματά σου. Αλήθειες και ψέματα όλα κουβάρι στο μυαλό σου. Οι αρχές και τα πιστεύω σου μπλεγμένα, τα σωστά σου και τα λάθος σου σ’ ένα καλάθι με τα ονόματα ξεθωριασμένα πάνω τους.

Είσαι εσύ, λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος; Ο μίζερος κι ο κλειστός; Είσαι εσύ που πέρσι γελούσες απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ; Είσαι εσύ που συμβούλευες, λάτρευες, προσπαθούσες, χαμογελούσες, ζούσες;  Είσαι εσύ που σου έφτανε ένα Κυριακάτικο πρωινό κι ένας ζεστός καφές; Εσύ που μιλούσες για ομορφιά, για ευτυχία;  Πού είσαι τώρα; Τώρα που σε χρειάζεσαι; Που σε χρειάζεσαι για να βγεις απ’ αυτό το σκοτάδι.

Μη με παρεξηγείς. Δε λέω να μη συμβιβάζεσαι. Κάποτε πρέπει να το κάνεις κι αυτό. Λέω να μην ανέχεσαι. Από μόνη της η λέξη «ανοχή» είναι άσχημη, βαριά, λεκιασμένη. Υποδηλώνει αθλιότητα, κακομοιριά. Δε σου κάνω μαθήματα ετυμηγορίας. Σου εξηγώ τις διαφορές, δε θέλω να μπερδεύεσαι.

Αν, λοιπόν, ανέχεσαι καταστάσεις κι ανθρώπους, καλύτερα σήκω και φύγε. Αλήθεια σου λέω. Δεν είναι ντροπή ούτε δειλία. Κι αν κάποιος σε φωνάξει «δειλό» να του πεις πως είσαι γενναίος απ’ τους λίγους. Πόσοι άνθρωποι νομίζεις έχουν τα κότσια ν’ αφήσουν ό,τι τους πληγώνει –γιατί κατά βάθος η ανοχή πληγώνει– και να σηκωθούν να φύγουν; Σχεδόν κανείς. Οι άνθρωποι είναι εθισμένοι στην αυτοκαταστροφή -και στα χρήματα, μην τρελαθούμε! Ανέχονται και ξεγελούν τον εαυτό τους, ίσως και για όσο ζουν. Και αυτό είναι, τουλάχιστον, φτηνό.

Έχουμε την επιλογή να είμαστε ό,τι θέλουμε κι όπως το θέλουμε. Κι εμείς διαλέγουμε να είμαστε φτηνοί. Γι’ αυτό σου λέω. Να φεύγεις. Απ’ ό,τι θεωρείς πως ανέχεσαι, πως δεν το κάνεις με την καρδιά σου. Απ’ αυτό που βλέπεις κι αναρωτιέσαι πού πήγες εσύ, πού πήγε ο εαυτός σου. Μέσα μας όλοι ξέρουμε τι είμαστε. Καθάρισε τα τζάμια και δες! Κι αν σ’  αρέσει, έχει καλώς. Αν πάλι όχι, δεν είσαι όμηρος κανενός παιχνιδιού. Είσαι αυτόνομος, αυτόφωτος κι έχεις επιλογές.

Αν πάλι φοβάσαι, τότε δεν μπορώ να βοηθήσω. Ξέρεις πολλούς που φοβήθηκαν κι ευτύχησαν; Εγώ δεν ξέρω κανέναν. Οπότε ψάξε να βρεις πού κάνεις λάθος. Δεν είμαι σκληρή, να βοηθήσω θέλω. Μα αν δε θέλεις να βοηθηθείς, τότε πάω πάσο.

Χρειάζεται, λοιπόν, θάρρος -ίσως και θράσος. Χρειάζεται θέληση και σπρώξιμο, πίστη στον εαυτό σου και θετική σκέψη. Χρειάζεται να διαγράψεις την άποψη του υπόλοιπου κόσμου και να συγκεντρωθείς στη δική σου και μόνο σκέψη. Στα «θέλω» και «μπορώ» τα δικά σου. Κι άσε τον κόσμο να λέει.

Να φεύγεις κι αλίμονο αν κοιτάξεις ποτέ πίσω σου. Μόλις αναπνεύσεις καθαρό αέρα θα αναρωτηθείς γιατί δεν έφυγες νωρίτερα. Στο κάτω-κάτω ό,τι έρχεται είναι καλύτερο απ’ ό,τι έφυγε.

Να φεύγεις για να βρίσκεις πού πραγματικά ανήκεις. Να φεύγεις γιατί η ζωή δε χαρίζεται σε κανέναν. Μόνος σου πρέπει να βρεις την άκρη της. Να φεύγεις γιατί δεν είσαι γάτα να έχεις επτά ψυχές. Μία μόνο έχεις. Και πρέπει να την προσέχεις.

Συντάκτης: Ναταλία Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη