Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου ξετρυπώνουν από το μισάνοιχτο παράθυρο, πέφτοντας με δύναμη στο πάτωμα, προσπαθώντας να ταξιδέψουν σε κάθε γωνιά του, μέχρι προ ολίγου, σκοτεινού δωματίου. Λυτρωτικά τις περίμενα αυτές τις ακτίνες όλο το βράδυ και εκείνες σαν να το κατάλαβαν ήρθαν κατευθείαν πάνω μου, απομακρύνοντας βίαια από τον χώρο το σκοτάδι. Εκεί που με βρήκε το σκοτάδι, εκεί με άφησε· στην καρέκλα.

Το κρεβάτι απείραχτο, ατσαλάκωτο. Το ράδιο σιγοπαίζει, μα αδυνατώ να ακολουθήσω τον ρυθμό, να καταλάβω το τραγούδι. Το μπουκάλι με τη βότκα πάνω στο γραφείο άδειο. Όλη νύχτα εκεί ή πιο σωστά, κι άλλη νύχτα εκεί. Στην καρέκλα. Θαρρείς και θέλω να τιμωρήσω ακόμα περισσότερο τον εαυτό μου που σε σκέφτομαι πάλι. Στην καρέκλα, λοιπόν. Ακριβώς μπροστά στο γραφείο μου.

Ακουμπισμένη πάνω στο γραφείο μια φωτογραφία μας. Εκείνη, από την πρώτη φορά που ήρθα στην πόλη σου να σε βρω. Τραβηγμένη στο σταθμό των ΚΤΕΛ, με το που έφτασα. Με περίμενες, και με το που κατέβηκα από το λεωφορείο, πριν καν με αγκαλιάσεις, μου λες: «Πρώτα να βγω μια φωτογραφία με τον ταξιδιώτη μου». Δίπλα στη φωτογραφία, το εισιτήριο από εκείνο το ταξίδι. Τσαλακωμένο, σχεδόν σκισμένο αλλά χειροπιαστή απόδειξη των πρώτων χιλιομέτρων, από τα πολλά που έκανα για σένα. Γιατί μωρό μου ήταν πραγματικά πολλά τα χιλιόμετρα που έκανα για πάρτη σου.

Η αρχή μας; Αδιανόητη. Κάποιο βράδυ, σε κάποιο μαγαζί, δυο ζευγάρια μάτια συναντήθηκαν. Τόσο απλό μα ταυτόχρονα τόσο σύνθετο. Δυο ζωές καλά στημένες σε διαφορετικές πόλεις. Η μοίρα τα έφερε έτσι και γνωριστήκαμε στη δική μου. Η δουλειά σε είχε φέρει εδώ για κάποιες εβδομάδες. Θυμάμαι ακόμα όταν ξεκινήσαμε τους φίλους να μας λένε πως αυτό κάνουμε είναι τρέλα. Πως οι σχέσεις από απόσταση δεν αντέχουν. Ότι θα χαθούμε. Ότι δεν είχαμε κοινές γραμμές. Ότι περπατούσαμε πάνω σε δύο παράλληλες ζωές που ελπίζαμε σαν από θαύμα κάπου να συναντηθούν.

Αρνιόμουν πεισματικά να τα αποδεχτώ όλα αυτά. Πίστευα ότι θα βρεθεί μία λύση όσο παράλληλα κι αν βαδίζαμε. Ότι οι λογικές τους είναι λάθος. Φευ. Τα μαθηματικά είναι στυγνή λογική και δύο παράλληλες γραμμές ποτέ δεν τέμνονται. Εσύ τελικά έμεινες εκεί. Εγώ τελικά ξέμεινα εδώ. Ανάμεσα μας εκατοντάδες χιλιόμετρα. Και στην καρδιά μου χαραγμένα, το όνομα σου, ένα τεράστιο γιατί και το όνομα της πόλης σου. Γιατί μαζί με ‘σένα, τη λάτρεψα την πόλη σου. Κι ας μην το ξέρεις.

Δε θα ξεχάσω ποτέ με πόση αγάπη μιλούσες για αυτή, από την πρώτη στιγμή που σε γνώρισα. Δεν είχα πάει ποτέ, μα μετά τις περιγραφές σου ήταν σαν να την έχω επισκεφτεί πριν πατήσω το πόδι μου εκεί. Από τις πρώτες μας βόλτες μιλούσες για αυτό το υπέροχο μέρος. Τα μαγαζιά που αγαπούσες, τα σημεία που έβρισκες την απανεμιά σου όταν ήθελες να ξεφύγεις. Τις αλητείες σου εκεί και το πού θα ήθελες να με πας όταν τελικά έρθω. Εσύ μιλούσες και εγώ σε κοιτούσα. Χανόμουν στο βλέμμα σου, στην ηχώ της φωνής σου, στα μάτια σου που έλαμπαν, στις περιγραφές σου. Σας ερωτευόμουν. Και εσένα και την πόλη σου. Στο μυαλό μου γίνονταν ένας τέλειος συνδυασμός. Εσύ στην πόλη σου και εγώ μαζί σου.

Όταν, λοιπόν, τελείωσες από εδώ και επέστρεψες στο μαγικό σου σπίτι, για πρώτη φορά μετά τη γνωριμία μας, βρήκα την ευκαιρία μου. Μετά από λίγες μέρες έκοψα εκείνο το τσαλακωμένο και σχεδόν σκισμένο πια εισιτήριο λεωφορείου και ήρθα. Σε βρήκα. Με περίμενες. Ήμουν ο ταξιδιώτης σου. Βγάλαμε αυτή τη φωτογραφία που τώρα κρατάω στα χέρια μου. Μετά έτρεξες πάνω μου. Σε αγκάλιασα. Μύρισα τα μαλλιά σου και τα χάιδεψα. Σε φίλησα με όλη τη δύναμη της καρδιάς μου. Επιτέλους ήμουν εκεί. Αγκαλιά σου, στην πόλη σου. Ήσουν τόσο ευτυχισμένη. Με πήρες από το χέρι και ήθελες να με ξεναγήσεις παντού. Να μου πεις κάθε μυστικό της, να περπατήσουμε σε κάθε σοκάκι της, να τα πιούμε σε κάθε μαγαζί της. Σας είχα ερωτευτεί. Και εσένα και την πόλη σου. Γιατί είσαστε αναπόσπαστό κομμάτι η μία της άλλης. Και αυτό το έχω εμπεδώσει πια για τα καλά καρδιά μου.

Από τότε, κάθε ταξίδι προς τα εκεί για να σε συναντήσω ήταν μια ιεροτελεστία για μένα. Το εισιτήριο που έκοβα, η αναμονή μου στο σταθμό, στα χιλιόμετρα του λεωφορείου. Από τη βαλίτσα που ετοίμαζα και τις ταμπέλες που παρατηρούσα στην εθνική οδό όσο σας πλησίαζα. Η ώρα δεν περνούσε για να φτάσω στην πόλη σου, στο χαμόγελο σου, στο άγγισμα σου, στον δικό σου πλανήτη. Κι όσο ερχόμουν τόσο περισσότερο μου λείπατε. Τόσο πιο πολύ δενόμουν. Για αυτό όλα τώρα είναι τόσο δύσκολα. Για σένα δε μου μιλάνε πια. Ξέρουν. Όμως πολλές φορές σε συζητήσεις με αγνώστους ακούω το όνομά της και η καρδιά μου βουλιάζει. Σε μία στιγμή τα θυμάμαι όλα. Εσένα, τις βόλτες μας, τις συζητήσεις μας. Όλα αυτά που μου έχεις πει. Είμαι τόσο άτυχος που πετυχαίνω το όνομα της μέχρι και στις ειδήσεις. Κάνω τον αδιάφορο μα δεν είμαι. Η μόνη αλήθεια είναι ότι μου έχετε λείψει πολύ. Και εσύ και αυτή.

Κρατάω στο χέρι μου τη φωτογραφία και το εισιτήριο. Έχει ξημερώσει για τα καλά. Σηκώνομαι από την καρέκλα, ανοίγω το παράθυρο και κοιτάω προς τα έξω. Άλλη μια μέρα που δε θα σας συναντήσω. Άλλο ένα αδιάφορο εικοσιτετράωρο χωρίς να σου κρατήσω το χέρι και να περπατήσουμε στα σοκάκια της. Το ράδιο σιγοπαίζει μα τώρα το τραγούδι είναι τόσο γνώριμο. «Θέλω να σε ξαναδώ, δε θέλω πια να ζω χωρίς να σε αγγίζω» λέει ο Νότης.

Και εγώ θέλω τόσο να σας ξαναδώ. Έστω και ένα χρόνο μετά. Παίρνω το κινητό στο χέρι. Σε μία ώρα είναι το επόμενο λεωφορείο. Δε χάνω χρόνο. Μια τσάντα, ελάχιστα ρούχα και σε λίγο ξεκινάω. Εσύ και η πόλη σου έχετε κομμάτι της καρδιάς μου άλλωστε. Θα σας φέρω και την υπόλοιπη, λοιπόν. Και ό,τι γίνει.

Αξίζει να ζεις για μια καψούρα κι ας σε κάψει η φωτιά της στο τέλος.  Το σημάδι που θα μείνει θα είναι η ομορφότερη απόδειξη των αληθινών συναισθημάτων.

Και εγώ χωρίς αυτά δε ζω.

 

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Κιχώτης
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα