Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να εκφραστεί μια αγάπη. Ακόμη περισσότεροι όμως υπάρχουν για να οριστεί. Μακριά από τα στάνταρ γλυκανάλατα και στερεοτυπικά. Υπάρχει αγάπη αγνή, καθηλωτική, που σε τρελαίνει, που την περιμένεις, διχοτομημένη, άπιαστη, φοβισμένη, οργισμένη ή σε αναμονή. Σαν να της έχεις πατήσει το pause κουμπί αλλά χωρίς να το έχεις επιχειρήσει πραγματικά. Αυτή η τελευταία, μοιάζει πιο μηχανικά με μια αγάπη στο ρελαντί. Είναι εκείνη που ο «χειριστής» της επιλέγει να μην πατάει καθόλου το γκάζι. Την αφήνει να υπάρχει σε αργό και χαλαρό ρυθμό.  Ιδιαίτερη αγάπη.

Την παρατηρείς και την αφήνεις να πέφτουν συνεχώς οι στροφές της, σαν ένα όχημα που θέλεις να το σταματήσεις. Αποστασιοποιείσαι. Δεν είσαι σίγουρος όμως ότι θέλεις να το κάνεις. Λόγω αβεβαιότητας ή ανασφάλειας γι’ αυτό που έρχεται και δεν είσαι μάλλον έτοιμος να το δεχτείς, αρχίζεις σταδιακά την απομάκρυνση. Γιατί σου είναι δύσκολο να πεις όμορφα όχι και πως μάλλον δε σου ταιριάζει το συγκεκριμένο σκηνικό. Έτσι, αρχίζουν οι όχι πολλές συναντήσεις, όχι πολλές καλημέρες, σχεδόν καθόλου καληνύχτες. Τίποτε ίδιο με λίγο καιρό πριν που όλα ήταν πιο ρομαντικά και μέσα σε καρδούλες. Ξαφνικά, μια απροσδιόριστη κατάσταση για την άλλη πλευρά. Και καμία ξεκάθαρη κουβέντα. Γι’ αυτό και το αφήνεις έτσι. Λιγάκι στην τύχη του. Να δεις πόσο θ’ αντέξει να κυλήσει έτσι. Να βρεις, αν μπορείς, να δώσεις κάποια λογική εξήγηση ενόσω βρίσκεται στο ρελαντί.

Και βλέπεις, να χαμηλώνει η επιτάχυνση, να λιγοστεύει η ένταση, να μην υπάρχει ροπή. Να σου φεύγει όλο αυτό που ένιωθες μέχρι να μην υπάρχει τελείως. Μέχρι να σβήσει. Μα αυτό αλήθεια είναι οι ανθρώπινες σχέσεις; Σαν οχήματα, που περιμένεις να μην προχωρούν πια; Που παρά το καύσιμο που μπορεί να έχουν και την άρτιά τους κατάσταση μηχανολογικά, τους λείπει η ενέργεια ή η ένταση. Δεν αντιδρούν πιο ζωντανά για να υπάρξει πάλι κίνηση. Δε σκέφτονται να κάνουν κάτι με τα γρανάζια τους ώστε να δοθεί ώθηση. Καρτερούν υπομονετικά να αφήσουν πίσω τους όσα νιώθουν χωρίς να νοιάζονται που τα νιώθουν. Θέλουν να ησυχάσουν ό, τι υπήρχε μέσα τους ώσπου να διαγραφεί και να ξεχαστεί αυτό το «ό, τι» από όλους και για όλους. Επιλέγουν την αδράνεια σε μια εποχή που όλα τρέχουν. Αναρχία στην εποχή, θα σκεφτόταν κάποιος. Αλλά στην αγάπη δεν αξίζει η αδράνεια. Οποιαδήποτε μορφής αγάπη κι αν είναι. Ακόμη κι αυτή που σταματάει έτσι. Που επιλέγει να μην προχωράει πια, να μην ρολάρει. Οφείλει να σταματήσει όπως επιθυμεί αρκεί να εξηγείται με λόγια, εκεί που χρειάζεται, για ποιο λόγο έγινε αυτή η επιλογή.

Πολλές φορές, οι άνθρωποι, δεν καταλαβαίνουμε μια κατάσταση εάν δεν την ακούσουμε με τρόπο βίαια αληθινό. Ενδόμυχα το γνωρίζουμε, αλλά δεν την αποδεχόμαστε μέχρι να ακούσουμε αυτό που φοβόμασταν ότι είναι. Ο σκληρός τρόπος είναι η λύση στο να συνειδητοποιούμε τι πραγματικά (μάς) συμβαίνει. Έτσι, με τις αγάπες στο ρελαντί, μας ενοχλεί που κάποιος άλλος αποφάσισε για εμάς. Μας πειράζει που αφήσαμε το τιμόνι και τον χειρισμό σε κάποιον που κατέληξε να σβήσει τις στροφές μας. Επειδή, εμείς, δε θέλαμε να σταματήσει η τροχιά. Θέλαμε να συνεχιστεί η πορεία, με όσα συνεπάγεται αυτής. Ακόμη και με το άγνωστο ή αυτό που θα μας πλήγωνε πιθανόν αργότερα. Ήταν σαν ένας αγώνας δρόμου που θέλαμε να το φτάσουμε μέχρι το τέλος.

Το να αφήνεσαι και να αφήνεις έτσι αγάπες στην άκρη, να αργοσβήνουν μόνες τους, μέσα σε ξεχασμένα όμορφα λόγια κι ερωτικές στιγμές, χωρίς απαντήσεις αλλά μόνο με ερωτήσεις,  είναι η εύκολη λύση, εκείνου που λειτουργεί έτσι. Και είναι κι εγωιστική. Γιατί όλες οι αγάπες φτάνουν κάποια στιγμή στο ρελαντί. Αλλά ιδανικά, αυτό γίνεται κοινή συναινέσει, όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος να κρατηθούν.

Οι αγάπες στο ρελαντί, διαλύουν σιγά-σιγά όσα ένιωσες και σταματούν. Δεν είσαι όχημα όμως. Είσαι άνθρωπος και κρατάς τη ζωή σου στα χέρια σου. Ζήσε τη, πήγαινε τη για service και βγες στους δρόμους με χαμόγελο και το κεφάλι ψηλά. Γιατί ξέρεις κάτι; Ό, τι αξίζει τελικά, είναι εκείνη η μικρή στιγμή αθανασίας, όταν πατάς τέρμα το γκάζι και νιώθεις για λίγο ότι νικάς τη ζωή και το θάνατο μαζί. Αυτό ναι, είναι αγάπη.

Συντάκτης: Ευτυχία Συντυχάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου