Ανέκαθεν άβολη η επαφή μου με τον κόσμο. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, που ψαχουλεύουν κορμιά τάχα για να γνωριστούν. Δίνουν –δε δίνονται– για να πάρουν και να μην τους δοθούν. Βιάζονται να ψηλαφίσουν, αυτό που με λόγια μοιάζει λεκτικό παραλήρημα. Ο χρόνος είναι ήδη λιγοστός κι οι αναλύσεις τον ξοδεύουν ακατανόητα. Επιστρατεύονται τα σώματα για να καλυφθούν γρηγορότερα οι αποστάσεις. Έτσι συστήνουν πια οι άνθρωποι τον εαυτό τους.

Εσύ. Εσύ διάλεξες απλά τη χειραψία. Άπλωσες το χέρι σου στο μέρος μου κι είπες το όνομά σου, το οποίο μου διέφυγε όταν έσφιξες στην παλάμη σου τα δάχτυλά μου. Παραβίασες την ιδιωτικότητά μου και κράτησες το χέρι μου για μερικά βασανιστικά δευτερόλεπτα. Τόσα όσα χρειάζονταν για να σε θυμάται η αφή μου.

Εσύ απλά με άφησες να σε ποθήσω. Δε με έκανες να υποκύψω σε αυτά που στέκουν μετανιωμένα το πρωί. Δεν επιβλήθηκες στην κρίση μου. Στάθηκες κοντά μου, για να σε νιώθω και ταυτόχρονα μακριά μου, για να μην τραπώ σε φυγή. Άπλωσες την αύρα σου, την ευφυΐα σου, το χιούμορ σου, το βλέμμα σου, το χαμόγελό σου.

Εσύ απλά μου έδωσες την επιλογή να φύγω, γι’ αυτό κι έμεινα. Δεν εξανάγκασες να σου ανήκει αυτό που ανήκει σε μένα, μέχρι να διαλέξω να το μοιραστώ. Δε βιάστηκες να ολοκληρώσεις αυτό που δεν είχε ακόμα προλάβει να αρχίσει μεταξύ μας. Άγγιξες δειλά την πλάτη μου σε ένα στενό πέρασμα, ακούμπησες το χέρι μου σε μια διάβαση, χάιδεψες προς τα πίσω τα μαλλιά μου σε ένα φύσημα του ανέμου.

Εσύ με τα χέρια σου εξάγνισες την ανάγκη ασυδοσίας και προσωποποίησες τις επιθυμίες. Έμπλεξες τα δάχτυλά σου στα δικά μου για να δείξεις ασφάλεια, όχι για να υπονοήσεις κτήση. Με τράβηξες απ’ τη μέση, για να μου κόψεις την ανάσα πολύ πριν με φιλήσεις. Χάιδεψες το πιγούνι μου, για να εστιάσω τα μάτια μου στα δικά σου. Ακούμπησες τον λαιμό μου, για να νιώσεις τον παλμό μου.

Έτσι κερδίσαμε εμείς τις αποστάσεις. Οργασμικά τέλεια η υφή του κορμιού σου σπιθαμή προς σπιθαμή. Εγκεφαλικά ελκυστική η ολοκλήρωση μαζί σου. Είχε για πολύ ζήσει μες στο κεφάλι μου προτού ζωντανέψει πάνω στο σώμα μου. Με έμαθες να θέλω να σου δώσω αυτό που οι άλλοι απλά με μάθαιναν να δίνω.

Ανήκω στα χέρια σου. Εκεί που όλα ηλεκτρίζονται κι όλα γαληνεύουν ταυτόχρονα. Εκεί που το άγγιγμα αποκοιμίζει ή ξαγρυπνά. Εστιάζουν τα ακροδάχτυλα στα αδύναμα σημεία μου και με παρασύρουν σε έναν κόσμο που πρωτογνώρισα μαζί τους.

Ανήκω στα χέρια σου κι αυτό είναι το πιο δικό μου «ανήκω» που έχω ομολογήσει ποτέ μου. Χωρίς να φοβάμαι πως χάνω την αυτοδυναμία της μοναξιάς μου. Χωρίς να δειλιάζω να παραδεχτώ πως είμαι για σένα.

Χάρη στα χέρια σου ξεμάκρυναν οι ανασφάλειες. Νιώθω πως κέρδισαν αυτά που οι άλλοι με έπειθαν ότι ήταν δεδομένο πως έπρεπε να τους χαρίζω. Μιλούσαν για μια μορφή επαφής που εμένα με απομόνωνε μέρα με τη μέρα ολοένα και περισσότερο. Κατέληγαν εκείνοι ικανοποιημένοι κι εγώ άψυχη. Εκείνοι γεμάτοι κι εγώ ρηχή. Πιο ρηχή από ποτέ. Είχα πιάσει πάτο.

Σ’ ευχαριστώ που αγαπάς αυτό που είμαι και που σέβεσαι αυτό που δεν μπορώ ή δε θέλω να γίνω. Σε ευχαριστώ που διακρίνεις την επιλογή μου να διαφέρω απ’ τους βιαστικούς. Σε ευχαριστώ που με τα χέρια σου δε με πλάθεις, αλλά με διαβάζεις. Άλλωστε όλα είναι γραμμένα σε μια γλώσσα που ξέρω πως προσπάθησες πολύ για να καταλάβεις. Σε μια γλώσσα που περίμενε καιρό για να γίνει για κάποιον κατανοητή.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη