Αιτήματα. Φιλίας, γνωριμίας, κατανόησης, έρωτα, αγάπης. Όλοι κάτι ζητούν να πάρουν κι όλοι κάτι ζητούν να δώσουν. Στη συναναστροφή κρίνεται η ύπαρξή τους. Στην αλληλεπίδραση με το διαφορετικό, με το ξένο, με το συνάμα, τελικά, τόσο δικό τους. Εκφράζουν τις επιθυμίες τους γεννώντας προσδοκίες που προμηνύουν απαιτήσεις. Με ξεκάθαρα λόγια ή με υπονοούμενα, με χειρονομίες, με πολύωρες συζητήσεις κι αναλύσεις, με επιχειρήματα ή με νάζια, με λογική ή ωμό παραλογισμό, κάνουν ξεκάθαρες τις προθέσεις τους.

Εγώ; Ανομολόγητες οι επιθυμίες μου σεργιανάνε μες στο μυαλό μου. Σαν να μην έμαθα ποτέ μου να ζητάω. Ή σαν να επέλεξα βουβά να δηλώνω τις ανάγκες μου. Αλλά ο κόσμος ανέκαθεν δεν ήταν καλός στις μαντεψιές. Βολεύεται, βλέπεις, στο προφανές. Γιατί να μη βολευτεί, άλλωστε; Τι πιο ιδανικό από κάποιον που φαίνεται να τα δέχεται όλα και να μην απαιτεί τίποτα; Και φαίνεται πως είχα έντονη την ανάγκη να ‘μαι ιδανική για κάποιον!

Είναι, όμως, το προφανές κι ειλικρινές; Ταυτίζεται η εικόνα με την αλήθεια της ψυχής; Καρικατούρα οι εκφράσεις μου για να ξεγελούν τις διαθέσεις. Ένας μασκαρεμένος μίμος, ικανός να διασκεδάζει τα πλήθη και να γυρίζει στο καμαρίνι του για να ξεβάψει από πάνω του το ψέμα που ‘χει ανάγκη ο κόσμος για να γελάσει.

Έτσι, τους έδινα κι εγώ αυτό που ήξερα ότι ήθελαν να πάρουν. Πόσοι πέρασαν πλάι μου και δεν κατάλαβαν ποτέ τι χρειαζόμουν εγώ για να γελάσω; Άσε να σου απαντήσω εγώ. Πολλοί. Τους μετράω, μα δεν τους κατηγορώ. Δεν αποδείχθηκαν λίγοι μπροστά στις περιστάσεις. Οι περιστάσεις αποδείχθηκαν ακατανόητες για εκείνους. Κι ήταν η ευθύνη όλη δική μου.

Γιατί δεν έβαλα ποτέ ένα καταραμένο αντικείμενο στο ρήμα «θέλω». Νόμιζα ή ήλπιζα πως αφήνοντάς τους τις πρωτοβουλίες, θα αποδείκνυαν τη διαφορετικότητά τους, θα έδειχναν την πρόθεσή τους να με προσέξουν. Να νοιαστούν για τον άνθρωπο πίσω απ’ το άσβηστο χαμόγελο. Να εκτιμήσουν τη δεκτικότητά μου και να την ανταποδώσουν με την προσπάθεια να σκεφτούν για μένα πριν από μένα.

Ρίσκο να ποντάρεις σιωπηλά τις προσδοκίες σου σε ανθρώπους που καλά-καλά δε γνωρίζεις. Και που κυρίως καλά-καλά δε σε γνωρίζουν. Ας πω αλήθειες, τουλάχιστον σε εσάς ή τουλάχιστον στον εαυτό μου. Ήταν δόλιο το σχέδιο. Μια καλοστημένη παγίδα, τάχα, για να μετράω επιτυχόντες, ενώ στην πραγματικότητα με τρικλοποδιές πρόσθετα στη λίστα τους ακατάλληλους. Έψαχνα να βρω την εξαίρεση σε έναν κανόνα που δεν ευσταθούσε εξαρχής. Εκκρεμούσαν αποδείξεις.

Τι κατάφερα; Γιατί ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, αρκεί να επιτυγχάνεται, όμως, στο τέλος του δρόμου. Κατάφερα να πειστώ πως κανείς δε θα ‘ναι ποτέ σαν εμένα. Σαν εμένα, που πάλευα να μη χάσω ούτε μια λεπτομέρεια από αυτά που θα τους προσέφεραν ευτυχία. Σαν εμένα, που μάντευα ή τέλος πάντων είχα την πρόθεση να μαντέψω την πιο τρελή τους ανάγκη.

Ή μήπως σαν εμένα, που έμενα να απορώ πώς στο καλό καταλήγαμε να κάνουμε αυτά που ήθελαν εκείνοι κι όχι αυτά που ήθελα εγώ; Άσχετα που εγώ ποτέ δεν είχα πει πως ήθελα κάτι συγκεκριμένο; Μήπως σαν εμένα, που τρεπόμουν σε φυγές, γιατί ένιωθα ριγμένη στη μοιρασιά, ενώ εκείνοι δεν είχαν ιδέα;

Δε ζητούσα, για να μη μου αρνηθούν. Τόσο απλό στην παραδοχή, τόσο πολύπλοκο στη διόρθωση. Αδυνατούσα να διαχειριστώ την απογοήτευση. «Αυτοδύναμη» με χαρακτήριζα, τάχα, γιατί μπορούσα να προσφέρω στον εαυτό μου αυτά που δε χρειαζόταν να ρισκάρω να ζητήσω από εκείνους. Και τι ήμουν; Ένας σωρός από καλά μαζεμένα απωθημένα, που έσκαγαν όταν ένιωθαν αδικημένα απ’ την ίδια τους την ψευδαίσθηση.

Δεν τους έδωσα ποτέ την ευκαιρία να με κάνουν ευτυχισμένη. Η αυτοϊκανοποίηση είναι ελκυστική, γιατί είναι οργασμική χωρίς πιθανότητα λάθους, αλλά χάνει αν συγκριθεί με την αλληλεπίδραση. Ασφαλής η μοναξιά αλλά σαν το «μαζί» δεν έχει. Και το θέλω το «μαζί». Φτάνει να το ζητήσω για να το έχω;

Φοβάμαι.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη