Σε θέλω. Ομολογία βουβή. Επισφαλής παραδοχή. Επιθυμία που στις φοβίες συγκρούεται με τη βολή. Σε θέλω. Κι είναι που δεν μπορώ να χειραγωγήσω την ίδια μου τη λαχτάρα. Σαν να ‘μουν από πάντα ανήμπορη μπροστά στη μοίρα μου μαζί σου.

Σε θέλω. Σαν να γεννήθηκα για να φτάσω εδώ αντίκρυ στο μέλλον μου μαζί σου. Σαν να σε περίμενα από πάντα να βρεθείς. Μα ποιος να το ‘λεγε, πως αυτό που πρόσμενα όσο κανένα άλλο, αυτό και θα φοβόμουν τελικά.

Μια πραγματικότητα καραδοκεί στο όνειρο. Κάθεται στην Ιδεατού κι Εφικτού γωνία και στήνει καρτέρι στους ανέμελους, πρωτοερωτευμένους, περαστικούς. Εκείνοι περνούν σφυρίζοντας σαν σε αιώνιο καλοκαίρι. Θα τους τρομάξει;

Σκέψεις γυρνούν κι απόψε στο μυαλό μου, καθώς περιπλανιέμαι στα στενά. Δε σφυρίζω. Ίσως παραμιλώ. Θα με θες πάντα σαν χθες, σαν σήμερα; Ξέρεις, κάποιος κάποτε με έπεισε ότι οι έρωτες διαρκούν για τόσο όσο. Θα ‘μαι πάντα δίπλα σου; Ξέρεις, εγώ κι η φυγή έχουμε μια παράξενη σχέση εξάρτησης.

Θα τσακωνόμαστε; Ξέρεις, οι άνθρωποι βιάζονται να χωρίσουν αυτά που δεν προσπαθούν να ταιριάξουν. Θα γυρεύουμε σε άλλους, έστω κι εφήμερα, αυτά που δε βρίσκουμε μεταξύ μας; Ξέρεις, η μοναδικότητα χάθηκε στην ποικιλία.

Θα ζηλεύουμε; Ξέρεις, δε θα ‘θελα ποτέ να εκβιάζω την επιθυμία σου να θες εμένα μόνο. Θα μας βάζουν λόγια τρίτοι; Ξέρεις, η φθορά έρχεται πριν καν προλάβεις να το συνειδητοποιήσεις.

Πού πάω; Τα στενά μιας δύσκολης πραγματικότητας αποπλανούν τον ενθουσιασμό μου γι’ αυτό που ζω μαζί σου. Η μοναξιά αντικρούει με επιμονή τους συναισθηματισμούς μου. Δε με ακούει που της λέω ότι δεν προτίθεμαι να σε χάσω. Αυτό που δεν ξέρει, όμως, είναι πως δεν προτίθεμαι να σταματήσω να το επαναλαμβάνω.

Φοβισμένος ο έρωτας τρέμει το απρόσμενο. Έχει, όμως, αδιάσειστο επιχείρημα, για το οποίο δε φτιάχτηκαν επαρκείς λέξεις. Ένστικτο, προορισμός, επιθυμία, ανάγκη∙ όλες τους φτωχές να περιγράψουν αυτό που σε κρατά ταγμένο να γυρεύεις έναν άνθρωπο δικό σου κι όταν τον βρεις να θες να παλέψεις για εκείνον.

Ψάχνω να μάθω σε ποια διεύθυνση με έφτασε η περιπλάνησή μου. Πρέπει να γυρίσω πίσω. «Ειλικρίνεια» διαβάζω με γράμματα μισοσβησμένα σε μια παλιά ταμπέλα. Δε με έβγαλε, τελικά, λάθος ο δρόμος. Με πήγε εκεί που είθε να βρω τη σωτηρία στα διλήμματά μου για ‘σένα και για ‘μένα.

Σε θέλω, αλλά φοβάμαι. Κι είναι αυτή όλη μου η αλήθεια ετούτη τη στιγμή που σου μιλάω. Στη μοναξιά βρίσκω καταφύγιο, αλλά με ‘σένα θα βρω τις λύσεις. Αρκεί μονάχα να μην κομπιάσω και να ‘μαι ειλικρινής μαζί σου. Αρκεί να αναγνωρίσω στον εαυτό μου το δικαίωμα να έχει αδυναμίες. Αρκεί να αφήσω τον εαυτό μου να καταλάβει πως πλέον δεν είναι μόνος.

Μόνο μη με ρωτήσεις γιατί φοβάμαι. Είναι το παρελθόν που ζητά στο παρόν εκδικήσεις. Είναι οι εμμονές που έχουν γίνει πια ένα με το είναι μου. Είναι η ανάγκη που όσο καμία θέλει για μια φορά κάτι να πετύχει, κάποιος να μείνει και να μην αποδειχθεί σκάρτος. Είμαι κι εγώ που νιώθω να αφήνομαι τόσο περίεργα ανεξέλεγκτα σε ‘σένα ξαφνικά.

Και δε θα κάνω πίσω. Δε θα κερδίσει η φοβία που χωρίς αιτίες –μονάχα με ψυχολογικό εκβιασμό– ρισκάρει να μετανιώνω για πάντα αυτό που δε θα τολμήσω μαζί σου. «Μαζί» η οδός που διανύουμε εγώ κι εσύ. Στο βάθος  σχεδόν σκοτάδι, φώτα ρομαντικά μισοσβησμένα. Στις γωνίες ίσως κάτι να υπάρχει, κάτι κακό, ίσως κι όχι.

Αυτό που ξέρω τουλάχιστον είναι πως εδώ είσαι εσύ και σε αυτό δε χωρά αμφιβολία. Σε αυτό χωρά μονάχα το «Σε θέλω». Σκέτο.

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη