Θα περιφέρεσαι. Καταδικασμένη, βλέπεις, η μοναξιά να γυρίζει νευρικά ψάχνοντας να αντικαταστήσει τα δεδομένα -κι εγώ ήμουν η σταθερά σου, καλώς ή κακώς. Τώρα, όμως, σου τέλειωσαν οι ιδανικές προοπτικές μαζί μου. Σου τελείωσα κι εγώ, ή τέλος πάντων σου τελειώνω μέρα με τη μέρα, θέλοντας και μη. Δε σου άφησα κι άλλη επιλογή. Το «φεύγω» μου ήταν οριστικό κι αμετάκλητο.

Μαθαίνω πως με κατηγορείς. Με αποκαλείς σε τρίτους αυστηρά με το όνομά μου, έτσι γιατί πρέπει στο μυαλό σου να με ταυτίσεις με τα χειρότερα. Έχεις ανάγκη να σε ακούς να λες για ‘μένα πως ήμουν απλώς μια σειρά από αλλεπάλληλα σφάλματα. Κι έχεις ανάγκη να σου δίνουν δίκιο εκείνοι που σε ακούν με προσοχή ή –παντελή καλά κρυμμένη– αδιαφορία. Αρκεί στο τέλος κάθε κουβέντας σου να μένουν έκπληκτοι απορώντας πόσο σκάρτα φέρθηκα εγώ σε ‘σένα. Εγώ, που τους είχα κερδίσει απ’ τις συστάσεις. Δε γίνεται να ‘χαν πέσει τόσο έξω. Δε γίνεται να είχες πέσει τόσο έξω κι εσύ. Γίνεται;

Θα λες σε όλους πως ήμουν το λάθος σου. Και θα ‘μαι, φτάνει να το πιστέψεις. Φτάνει να βρεις ή να φτιάξεις αιτίες κι αποδείξεις. Φτάνει επαγωγικά να οδηγείσαι από μια γενική αίσθηση σε μια ηθική καταδίκη. Φτάνει να μη λιποψυχήσεις, όταν στο ζύγι θα κάθεται και θα σε χαζεύει η ιδέα πως κάποιες φορές ίσως και να σου ‘χα φανεί ο καλύτερος άνθρωπος του κόσμου. Τότε θα πρέπει να δείξεις πυγμή.

Θα λες σε όλους πως ήμουν το λάθος σου. Θα ισορροπείς περίεργα ανάμεσα στο να κλαις και να κλαίγεσαι. Θα κρίνεις πως κουβαλάς την ευθύνη των πράξεών σου, έτσι για να υπενθυμίζεις, σε όσους τους διαφύγει, ότι μαζί μου πήρες πολλές πρωτοβουλίες. Με πρώτη και κύρια να με βάλεις στη ζωή σου ή να με κάνεις ζωή σου.

Θα αφήνεις, όμως, να εννοηθεί πως καθένας στη θέση σου το ίδιο θα ‘χε κάνει. Τόσο τέλεια δόλιες ήταν οι προθέσεις μου. Τόσο αριστοτεχνικά γοητευτικά στημένη η παγίδα μου. Γιατί εγώ μαζί σου σκότωσα την τεμπελιά μου, ενώ εσύ μαζί μου ό,τι ευαίσθητο, με κόπο, είχες διατηρήσει ζωντανό μέσα σου απ’ τους προηγούμενους.

Μαγνητόφωνο θα παίζει στο κεφάλι σου. Τα ίδια και τα ίδια θα επαναλαμβάνεις, ώσπου δε θα θυμάσαι πια ούτε εσύ ποια είναι αλήθειες ή κατασκευάσματα των πολύωρων αναλύσεών σου. Δε θα ‘χει, άλλωστε, σημασία. Θα ‘μαι αυτό που θα με παρουσιάζεις. Εξάντλησε πάνω μου τη δημιουργικότητά σου. Κανένας τους δε με ήξερε όταν ήμουν εκεί. Ίσως δείξουν ιδιαίτερο ζήλο να με μάθουν τώρα που θα λείπω.

Θα λες σε όλους πως ήμουν το λάθος σου. Οίκτο θα δείχνεις σε όποιον τολμήσει να δυσπιστήσει. Θα ‘χουν οι κακόμοιροι αποπλανηθεί απ’ τη λαγνεία μου. Θα τους μισήσεις, αν με επιχειρήματα διαψεύσουν τον βολικά πλασμένο κόσμο που σε βοηθά να αποκοιμιέσαι τα βράδια. Δεν έχουν δικαίωμα να αμφιβάλλουν για τον Γολγοθά σου. Μόνο εσύ ξέρεις τι πέρασες μαζί μου. Μόνο εσύ δικαιούσαι να ‘χεις γνώμη. Εσύ, κι εκείνοι που συμφωνούν με εσένα προφανώς.

Οι καλοθελητές θα μεταφέρουν τα λεγόμενά σου σε εμένα. Ή θα προσπαθήσουν διακριτικά αδιάκριτα να διασταυρώσουν γεγονότα. Θα νιώσουν για λίγο ένορκοι σε μια δίκη στην οποία το θύμα, εσύ, είναι και δικαστής. Κι ύστερα θα κάνουν αναστροφή και θα ‘ρθουν πάλι σε ‘σένα. Με πληροφορίες ή συμπεράσματα. Αλλά εσύ δε θες να ξέρεις τίποτα για ‘μένα. Τίποτα, εκτός από αυτά που δε θα ζητήσεις να σου πουν, αλλά θα ξεστομίζουν μόνοι τους απροκάλυπτα.

Και πάει λέγοντας. Δε θα κρατήσει πολύ. Μόνο τόσο όσο η ανάγκη σου να με αντικαταστήσεις επιτέλους με την πιο απαίσια εκδοχή του εαυτού μου. Μετά θα ‘μαι απλά μια παλιά, κακή, ανάμνηση. Ένα παλιό λάθος. Θα μπω στη λίστα των ακατάλληλων που σε έσωσαν αδειάζοντάς σου τη γωνιά. Και τέλος καλό, όλα καλά.

Και τέλος καλό, όλα καλά;

 

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη