Εκείνη η στιγμή, εκείνα τα δευτερόλεπτα ή και λεπτά, που όσες φιλότιμες προσπάθειες και να ‘χεις κάνει, δεν μπορείς να συνεννοηθείς με κάποιον και σου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι, κοκκινίζεις, αφρίζεις, νιώθεις ότι θα εκραγεί το κεφάλι σου σαν καρτούν, θες να πετάξεις ό,τι βρίσκεται μέσα στο οπτικό σου πεδίο στο άτομο που σε έχει εκνευρίσει. Οι πιο προχωρημένοι, μπορεί και να φαντασιώνονται να πάρουν το κεφάλι του και να αρχίσουν να το χτυπάνε στον τοίχο ή να του φέρουν την οθόνη του υπολογιστή καπέλο. Ελάτε τώρα, ας είμαστε ειλικρινείς. Πόσες φορές σας έχει τύχει; Όχι δεν είμαστε τρελοί, άνθρωποι είμαστε και πότε-πότε εκνευριζόμαστε.

Όλα ξεκινούν σιγά-σιγά. Μια λέξη, μια φράση, μια εκκρεμότητα που πρέπει να διευθετηθεί στη δουλειά θα ‘ναι το σημείο πυροδότησης, η αρχή του τέλους, το σημείο μηδέν. Ξεκινάτε ήπια συνήθως κι η ένταση κλιμακώνεται.

Στην αρχή είσαι πολύ διαλλακτικός, φιλικός, προσπαθείς να εξηγήσεις με επιχειρήματα αυτό που λες. Σου φαίνονται όλα απλά και λογικά. Ένα κι ένα κάνουν δύο. Δε γίνεται να κάνουν τρία. Γίνεται; Αρχίζεις να απορείς γιατί δεν μπορεί να καταλάβει ο συνομιλητής σου τι του λες. Όχι-όχι, δεν έχεις την απαίτηση να συμφωνήσει σε αυτό που λες, απλά να καταλάβει τη λογική και να φέρει αντεπιχειρήματα, αν θέλει. Αντ’ αυτού ξεκινάει ένας διάλογος τύπου «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε», χωρίς κανένα νόημα, καμία λογική συνέχεια, είναι σαν ο καθένας από σας να κάνει διάλογο με διαφορετικό άνθρωπο, έναν αόρατο συνομιλητή που δεν τον βλέπει και δεν τον ακούει ο άλλος.

Έχεις υπομονή. Εξηγείς, με όσο πιο απλά λόγια γίνεται, αυτό που θες. Συνεχίζει να μην το καταλαβαίνει. Νιώθεις σαν να ‘σαι εξωγήινος που μόλις προσγειώθηκες στον πλανήτη Γη κι αυτή είναι η πρώτη σου επαφή με το ανθρώπινο είδος. Παίρνεις μερικά δευτερόλεπτα να ανασυνταχθείς, κάνεις ένα βήμα πίσω, κλείνεις τα μάτια, παίρνεις μια βαθιά ανάσα. Ανοίγεις τα μάτια, πάμε πάλι. Εξηγείς ξανά, αυτή τη φορά ο τόνος της φωνής σου και το βλέμμα σου έχουν διπλή ερμηνεία: «Κατάλαβε αυτό που σου λέω γιατί θα σου ορμήσω!» Τίποτα.

Ε, λες δε γίνεται, ή είναι τελείως περιορισμένης νοημοσύνης κι αδυνατεί να καταλάβει, ή κάποιος μου κάνει πλάκα, ή δεν τον/την ενδιαφέρει να καταλάβει κι απλά θέλει να πει τα δικά του. Κι έχεις μάθει πλέον, ξέρεις απ’ την εμπειρία σου πως το τελευταίο ενδεχόμενο είναι το χειρότερο. Έχεις μάθει να φοβάσαι τους ανθρώπους που τους ενδιαφέρει μόνο να μιλούν, να διαφημίσουν το σκεπτικό τους και τις απόψεις τους, χωρίς να ‘χει σημασία τι θα πεις εσύ. Δεν ασχολούνται καν να ακούσουν αυτά που λες, δε φτάνουν ποτέ στον εγκέφαλό τους τα επιχειρήματά σου για ανάλυση, γι’ αυτό δε θα μπουν στη διαδικασία αντεπιχειρημάτων. Δε σε βλέπουν καν, αυτά που λες είναι βουητά στα αφτιά τους που ‘χουν μάθει να αγνοούν. Γιατί αυτοί ξέρουν. Δε χρειάζεται να μάθουν κάτι ούτε από σένα ούτε από κανέναν.

Κι εκείνη είναι η στιγμή που καταλαβαίνεις ότι δεν έχει σημασία ό,τι και να πεις. Μιλάς σε έναν τοίχο. Αρχίζεις και κάνεις έναν εσωτερικό διάλογο, λοιπόν, κι αναλύεις τις επιλογές σου. Επιλογή α) προσπαθώ να βγάλω άκρη. Επιλογή β) φεύγω ή σταματάω να μιλάω. Επιλογή γ) αφήνω την Αίτνα που σιγοβράζει μέσα μου να εκραγεί κι αρχίζω να πετάω ό,τι βρεθεί μπροστά μου. Ξέρεις ποια είναι η σωστή επιλογή. Αυτή που θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα. Το νιώθεις μέσα σου, στα κύτταρά σου.

Θες να πάρεις το κεφάλι του και να το χτυπήσεις πάνω στο γραφείο, στον τοίχο, σε όποια σκληρή επιφάνεια βρίσκεται μπροστά σου. Θες να αρχίσεις να πετάς ό,τι υπάρχει στον χώρο προς όλες τις κατευθύνσεις. Κοκκινίζεις, ανεβάζεις πίεση, το νιώθεις. Σκέφτεσαι πως τα νεύρα κι η απώλεια της ψυχραιμίας δε διαφέρουν πολύ απ’ την τρέλα. Χάνεις τη λογική σου για λίγο. Όπως πίστευαν οι στωικοί φιλόσοφοι, η οργή είναι μια παροδική τρέλα, διότι ενώ όλα τα άλλα συναισθήματα επηρεάζουν την κρίση σου, η οργή επηρεάζει τη λογική σου.

Ξαφνικά αρχίζεις και φαντάζεσαι τον εαυτό σου τυλιγμένο με ζουρλομανδύα, κλειδαμπαρωμένο σε ένα υπόγειο κάποιου ψυχιατρείου. Συνέρχεσαι. Δεν είσαι τρελός, οργισμένος είσαι απ’ την έλλειψη συνεννόησης και σεβασμού. Και ξέρεις πόσο ανακουφιστικό θα ήταν αν άφηνες τον εαυτό σου ελεύθερο να πετάξει κι ένα ποτήρι στον τοίχο. Το σίγουρο είναι ότι αποχωρείς απ’ την κουβέντα. Τώρα θα αποχωρήσεις αφήνοντας πίσω σου συντρίμμια ή με το κεφάλι ψηλά, έχοντας δαμάσει το ηφαίστειο που ήταν έτοιμο να εκραγεί μέσα σου;

Η επιλογή δική σου.

 

Συντάκτης: Ρέα Τσαπατσάρη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη