Γνωριζόμαστε λίγο καιρό, δεν ξέρουμε πού το πάμε. Η αρχή των πάντων. Το βάπτισμα του πυρός θα λέγαμε, για ό,τι πρόκειται ν’ ακολουθήσει σε μια εν δυνάμει σχέση, που δεν ξέρουμε ακόμη τη μορφή της. Όταν συναντιούνται άνθρωποι που φαινομενικά τους ενώνει μια έλξη απροσδιόριστη, αυτό που κοιτάμε κάθε φορά να εντοπίσουμε, είναι το είδος του καλουπιού που θα την κατατάξουμε, ώστε να τροποποιήσουμε ανάλογα τη συμπεριφορά μας. Παρ’ όλα αυτά, όποιες κι αν είναι οι διαφορές στην εκάστοτε ιστορία, αυτό που περισσότερο μας ιντριγκάρει, είναι η γέφυρα που αποκαλούμε σχεδόν σχέση. Και ναι, προφανώς και θα θέλαμε ν’ ασχοληθούμε με αυτό το μπάχαλο.

Αυτό το στάδιο, θα μπορούσε κανείς να το αντιληφθεί ως τη μεταβατική περίοδο από τα τυπικά ραντεβού, ή και κρεβάτια, μέχρι το πράγμα να πάει ένα βήμα παραπέρα, μέχρι να συμφωνήσετε κι οι δύο πως όντως αποτελείτε τους δύο που τρίτος δε χωρεί. Ίσως το αίσθημα της ανασφάλειας να είναι λίγο μεγαλύτερο, εφόσον τίποτα δεν έχει χαρακτηριστεί και συνεχώς μπορεί να είσαι με τον φόβο πως κάποιος μπορεί να σου αρπάξει το γλυκό από τα χέρια. Σ’ αυτό το στάδιο ακριβώς, είναι που τα πράγματα δείχνουν κομματάκι πιο αστεία, όταν δειλά-δειλά, αρχίσετε να κάνετε πράγματα μαζί.

Για παράδειγμα, θα δημιουργηθεί η ανάγκη να έρθει ο ένας σε επαφή με τον κύκλο του άλλου, έστω και για τα τυπικά. Ε, σίγουρα, χάριν της μη ξεκαθαρισμένης θέσης σου στη ζωή του έτερον ήμισυ, η σκέψη που σε κυριεύει, είναι το «τι κάνω εγώ εδώ πέρα μ’ αυτούς;». Δε θα το πάω παραπέρα, ν’ αναφέρω οικογένεια, συγγενείς κι όλο το λοιπό συναπάντημα, γιατί εκεί τα συναισθήματα είναι προφανή. Η αμηχανία είναι αυτή που σκοτώνει την αμεσότητα, η συνθήκη που σε κάνει να μοιάζεις σαν να χρειάζεσαι για κάθε πόδι άλλη βάρκα να στηριχτείς. Με άλλα λόγια, όταν δεν έχεις πει με βεβαιότητα πως αυτό που βιώνεις έχει κάποια βάση, ένα μέλλον να ελπίζετε κι οι δύο μαζί, είναι εξαιρετικά δύσκολο ν’ ακολουθήσεις κινήσεις που συμβολίζουν ανοίγματα στην όποια σχέση. Πολύ απλά, γιατί δεν ξέρεις αν πρέπει να αισθανθείς γελοίος ή όχι.

 

 

Η εξήγηση βρίσκεται στο γεγονός της αμφιβολίας, που από τη φύση της, σε όποιο περιβάλλον κι αν ανθίσει, τα πράγματα τα σκουραίνει. Η σχεδόν σχέση μεμονωμένα, μπορεί να μη φέρνει σε άβολη θέση κανέναν από τους δύο. Όταν γύρω απ’ αυτήν όμως, διαδραματίζονται γεγονότα που πιο πολύ σας παρομοιάζουν με ζευγάρι, παρά με fuck buddies, ε, εκεί είναι λογικό να χάσει κανείς τον μπούσουλα. Ποια είναι η θέση σου, ποιος σου την έδωσε, και πώς πρέπει να φερθείς την επόμενη μέρα;

Όσο κι αν δε θέλουμε να το δεχτούμε κάποιες φορές, αυτός ο πανικός είναι δικαιολογημένος, όχι παιδιάστικος. Αν έρθει μια δύσκολη στιγμή, μια ασθένεια, μια απώλεια, μια δυσκολία στη δουλειά, μια κατάσταση που απαιτεί στήριξη, ο ρόλος σου μετατρέπεται ξαφνικά σε φοβερά καίριο, όχι απαραίτητα επειδή στο ζήτησαν. Μια οικειότητα που μεταστρέφεται έστω και για λίγο σε φροντίδα, είναι μια συγκυρία, εξίσου ικανή να σε βάλει σε σκέψεις γι’ αυτό το μεταξύ σας, που τόσο περίεργα έχετε πλέξει. Αυτή είναι η ίντριγκα γύρω από το σχεδόν, γύρω από το «δεν ξέρω, θα δείξει». Που κάποιος μπορεί να παίξει μπάλα με δεξιοτεχνία, κι άλλος να πελαγώσει, να πει «δε γαμιέται, δεν μπορώ».

Όλα τα σενάρια παίζουν. Αλλά η βασική αιτία που στο θέμα κυριαρχεί η αναταραχή, είναι η εξής: Θέτοντας στο ένα άκρο της φαντασίας μας τη σχέση, βλέπουμε δύο ανθρώπους που αναλαμβάνουν ρόλους με κίνητρο την ισορροπία, που ως επακόλουθό της θα έχει την πορεία του ζευγαριού μαζί. Από το άλλο άκρο, θα θέσουμε την κατάσταση του σχεδόν, αυτή που κανείς δεν ξέρει. Εκεί, καθορίζει τα πράγματα η ελευθερία μη ανάληψης ευθυνών. Νιώθεις ελεύθερος που ανά πάσα στιγμή μπορείς να την κάνεις κι εκεί ακριβώς είναι που παγιδεύεσαι. Αφού δεν είμαι η σχέση σου ρε φίλε, τι αναλαμπές είναι αυτές κι ώρες-ώρες στέλνουμε λάθος σήματα;

Οι αναλαμπές μεταφράζονται στη χημεία, και τα σήματα είναι η τρανή απόδειξη πως κάθε ανθρώπινο ον, ανεξάρτητα από το καλούπι που θέλει να χωθεί για να νιώσει ασφάλεια μπροστά στις ανάγκες του, η οικειότητα είναι αυτή που προδίδει την αλήθεια. Η στιγμή που κάποια ένστικτα βγαίνουν προς τα έξω και κάθεσαι κι απορείς ακόμα και με τον ίδιο σου τον εαυτό. Σίγουρα αυτό το μεταίχμιο ανάμεσα σε κρύο και ζέστη είναι βασανιστήριο, αλλά αν αφήσουμε τη ζυγαριά να γείρει προς την αληθινή μας επιθυμία, τι να τις κάνουμε τις ταμπέλες;

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου