Νυχτώνει. Τα βήματά αργά, ηχούν στα πλακόστρωτα και καταπίνουν τις αποστάσεις. Τριγυρνάς και πάλι στ’ αγαπημένα, σκοτεινά σοκάκια της πόλης, αναζητώντας ξεθωριασμένες πνοές, ξεχασμένων, μυστικών εραστών. Δεν ξέρεις αν θα τις βρει κι απόψε. Θα τις αναζητήσεις άπληστα για’ άλλη μια φορά όμως. Θ’ αναζητήσεις τις κρυμμένες μυστικές συγκινήσεις, που θα σού χαρίσουν κάποια χέρια καθώς θ’ ανιχνεύουν το κορμί σου σ’ όλες εκείνες τις ατέλειωτες διαδρομές. Θα σφαλίσεις τα μάτια γι’ άλλη μια φορά και θα φανταστείς. Θα σου δώσει πνοή γι’ ακόμη μια νύχτα.
Ακούς τα βήματα πίσω σου. Αργά, σταθερά, άφοβα. Πάλι θ’ ακολουθήσεις κάποιον σε μια διαδρομή γνώριμη, οικεία και διεκδικητική. Θα κοιτάξει πίσω να σε δει, καθώς φοράς το αυτάρεσκο, μειλίχιο χαμόγελο πάνω στα χείλη σου. Είναι αυτό το χαμόγελο που προκύπτει από την σιγουριά που νιώθεις όταν αντικρίζεις δυο μάτια που σε αφορούν. Νιώθεις τη δύναμη της γοητείας σου, καταλαβαίνεις ότι δεν πρόκειται ποτέ να σου αντισταθεί. Γνωρίζεις ότι το σώμα, μοιάζει με εύθραυστο πηλό, που κάθε φορά πλάθεται στα χέρια σου, ανήμπορο ν’ αντισταθεί, μα πάντα στο τέλος γίνεται θρύψαλα σε κάθε σου άγγιγμα. Κι εσύ λατρεύεις ν΄ ακούς αυτόν τον ήχο, καθώς σπάει σε χίλια κομμάτια. Κάθε φορά και πιο έντονα.
Οι σκιές τεράστιες και νευρικές, χορεύουν πάνω στους τοίχους. Το φως αχνό, θολό, ανήμπορο να αναπαραστήσει τις σκηνές που εκτυλίσσονται, φωτίζει μόνο τις διαθέσεις της νύχτας. Θα νιώσει ότι ακολουθείς, πατώντας πάνω στα βήματα που έχει κάνει, ξανά. Το ξέρεις ότι αυτό είναι το μυστικό σας παιχνίδι, κάτω από τα παράθυρα των ψυχρών κτιρίων της πόλης. Το ξέρει ότι ούτε και τώρα θα σού ξεφύγει. Παρ’ ότι θα προσποιηθεί. Επιτηδευμένα κι υποκριτικά.
Ξανοίγει το βήμα. Εσύ παραμένεις πίσω, με καρφωμένο το βλέμμα σου. Προσπαθεί να κρυφτεί, να χαθεί. Προσπαθεί να σου ξεφύγει, μήπως και το καταφέρει αυτή τη φορά. Κι εκείνο που θέλει ν’ αποφύγει περισσότερο από όλα, είναι η επιρροή σου. Μάταια όμως. Τα βήματά σου ακούγονται απόλυτα σταθερά. Γυρίζει και σε κοιτάζει. Χαμογελάς και ξέρεις ότι ανταποκρίνεται. Το μικρό σας παιχνίδι ξεκινάει ξανά.
Θα σταθεί. Θ΄ ακουμπήσει στον βρόμικο, παγωμένο τοίχο και θα σε περιμένει. Το σώμα μουδιάζει καθώς σκέφτεται ότι πλησιάζεις. Τα χέρια τρέμουν, τα χείλη δαγκώνουν τις ανάσες που αρνούνται να δραπετεύσουν. Δυο ανάσες που γίνονται πια μία. Βιαστική, ακανόνιστη κι ανελέητα θορυβώδης, ν’ απλώνεται πάνω στα πρόσωπά σας.
Κι έτσι απλά, αφήνεστε. Χωρίς συντεταγμένες, χωρίς πυξίδες, χωρίς οδηγίες, νιώθοντας ότι εξερευνάτε ξανά, μια ολότελα άγνωστη γη. Ένα άθυρμα ο έρωτάς σας, μια άψυχη μαριονέτα, που παίρνει πνοή κάτω από τους ακριβείς χειρισμούς των νημάτων σας. Εκείνων των αόρατων νημάτων, που δένουν κι ενώνουν τις τσαλακωμένες, ξάγρυπνες και μοναχικές ψυχές. Μοιάζουν με όμορφα, τεντωμένα σχοινιά, πάνω στα οποία οι πόθοι, όμοιοι με ατάλαντους ακροβάτες, προσπαθούν να ισορροπήσουν. Χωρίς δίχτυ ασφαλείας.
Πρόσκαιρες, αναίτιες, ανενδοίαστες οι στιγμές σας. Σε συρόμενες κι επαναλαμβανόμενες διαδρομές πάνω στα σώματά σας. Με κάθε άγγιγμα, κάθε εκατοστό του κορμιού σας ν’ ανασύρεται από τη λήθη. Ν’ αναδεύονται τα απωθημένα, τα πρωτόγονα ένστικτά, αναζητώντας ψήγματα στοργής. Έστω και ψεύτικης.
Κι ό, τι μένει σ’ ένα άνοιγμα των ματιών ανεπαίσθητο, μια λέξη χαραγμένη με κόκκινη μπογιά, την ξαφνιάζει. Είναι εκεί για να περιγράψει αυτό που και οι δυο νιώθουν μέσα στα σωθικά τους. Χάος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου