Λένε πως όταν φτάσεις σ΄εκείνη τη σκουρόχρωμη τελεία του απροχώρητου, οι αποφάσεις μεστώνουν μέσα σου και μετουσιώνονται σε οριστικές. Γίνονται κινητήριες, ρυθμιστικές, κι εξουσιαστικές, καθώς αποκαλύπτονται, αφήνοντας τις πολύχρωμες μάσκες τους να χαϊδέψουν απαλά το πάτωμα. Συνειδητοποιείς, ότι δεν αναβάλλονται πλέον, δε μετατίθενται μέσα στον χρόνο, δεν ξορκίζονται να παραμείνουν κρυφές και διεκδικητικές στα ενδότερά σου. Είναι όμως, που πρέπει ν’ αγγίξεις εκείνο το άλικο, οριακό σημείο μέσα σου που θα πυροδοτήσει τις πιο ρηξικέλευθες αντιδράσεις σου.

Ίσως, επειδή θα πρέπει να νιώσεις έτοιμος να εγκαταλείψεις τις αντιστάσεις σου και ν’ αφεθείς να παρασυρθείς από εκείνο το ορμητικό, εσωτερικό ρεύμα, βαθιά μέσα σου, που θα σε κατευθύνει στην απόδρασή σου από τα αδρανή, στάσιμα νερά που κολυμπάς. Να ξεφύγεις από τους σκιερούς δισταγμούς και να σταθείς στα πόδια σου με σιγουριά, μη γυρίζοντας ούτε καν νοσταλγικά, το βλέμμα πίσω. Σαν, για ό,τι θα πράξεις, να μην έχεις διαθέσιμη καμία εναλλακτική επιλογή, κανένα δεύτερο χάρτη στην τσέπη για να πορευτείς.

Τότε λένε ότι ξεκαθαρίζει μέσα σου το τοπίο για το τι πραγματικά επιθυμείς για τον εαυτό σου, για τους ανθρώπους που σε περιβάλλουν, τις καταστάσεις στις οποίες πρωταγωνιστείς, τις σχέσεις στις οποίες διψάς να εμπλακείς. Είναι που πρέπει η απόφαση να γίνει ανάγκη σου, ώστε να σε καθορίσει, να σε στιγματίσει, να σου πιάσει σφικτά το χέρι και να σε συνοδεύσει στο παρακάτω σου. Να σε τραβήξει μακριά από ανθρώπους που σου καρφώνουν τα πόδια στη γη, που δεν σ΄ αφήνουν να ξεδιπλώσεις τα στιλπνά, ατλαζένια φτερά σου, προκειμένου να αισθανθείς το άγγιγμα και την αντίσταση του ανέμου της ελευθερίας πάνω τους.

Είναι και που πρέπει να αγανακτήσεις με τον εαυτό σου, να πιάσεις πάτο, να ματαιωθείς, αφού ξέρεις ότι επέτρεψες να αφεθείς στα χέρια όλων εκείνων των ανθρώπων που σε λεηλάτησαν μέσα στον χρόνο. Κι έπειτα, ν΄αποκτήσεις τέτοια δύναμη, ώστε να τους κοιτάξεις ίσια, βαθιά μέσα στα μάτια, με απάθεια, αδιαφορία και ίσως με μια έντονη γλυκόπικρη απογοήτευση για όλα εκείνα τα «αφειδώς πολλά» που τους χάρισες.

Γιατί γνωρίζεις, ότι εσύ έκανες όλες εκείνες τις φιλότιμες προσπάθειες για να τους κρατήσεις κοντά σου, αλλά εκείνοι άπληστα και χωρίς δισταγμούς, σου ζητούσαν πάντα κάτι παραπάνω. Χωρίς να νιώθουν όσα δίνεις, χωρίς να βλέπουν τα κομμάτια που σκορπίζονταν μέσα σου, πάρα μόνο διεκδικώντας ακόμη κάτι περισσότερο από τη ζωή σου. Κι όσο ένιωθες ότι έδινες χωρίς να παίρνεις, τόσο άδειαζες, τόσο έμενες ένας άνθρωπος κενός, συλημένος μέχρι τα μύχια της ψυχής σου. Και τότε λοιπόν, ήταν η στιγμή της υπόσχεσης στον εαυτό σου ότι δεν θα υπάρξει επόμενη φορά που θα τον εγκαταλείψεις έρμαιο στη βορά όλων εκείνων των επιτηδευμένων συνοδοιπόρων σου.

Έπειτα σκέφτεσαι, ότι είναι κι εκείνοι οι φίλοι που θα προσπαθήσουν να σε τραβήξουν έξω απ’ όλη αυτή τη δίνη που σε στροβιλίζει, απομυζώντας σε ατελεύτητα. Θα σου μιλήσουν, αποτρέποντάς σε, απ΄ όλο αυτό το ολοκληρωτικό σου δόσιμο, μήπως και προλάβουν τους κραδασμούς της ματαιότητας που θα νιώσεις, όταν τα χρόνια περάσουν και διαπιστώσεις ότι τελικά κανείς από εκείνους τους συνοδοιπόρους δεν έμεινε δίπλα σου σ΄ εκείνο το δύσκολο ταξίδι σου μέσα στον χρόνο. Τότε, που μοιραία θα αισθανθείς απίστευτα μόνος κι εγκαταλειμμένος από όλους. Γιατί εσύ, είσαι ένας άνθρωπος διαφορετικός, ιδιαίτερος, μοναδικός, που δεν έχεις καμία σχέση μ’ εκείνους.

Μα εσύ θα θυμώσεις περισσότερο μ΄ αυτούς τους φίλους. Πώς είναι δυνατόν κι εκείνοι να σου λένε να συμβιβαστείς σε καταστάσεις που δεν σου ταιριάζουν; Που είναι πέρα και έξω από σένα; Πώς τολμούν να σου προτείνουν να κοιτάξεις τον εαυτό σου, εσύ που άνθρωπος δοτικός πορεύεσαι πάντα μπροστά, χαράσσοντας δρόμους για όλους τους άλλους; Πόσο να νιώσεις ότι ξεπουλάς το είναι σου, τα ιδανικά και τις αξίες που φέρεις μέσα σου; Γιατί ξέρεις ότι εσύ είσαι ένας άνθρωπος, που δεν επιτρέπει τον ξεπεσμό και τις εκπτώσεις των ονείρων του, αλλά παραμένει εκεί, εκθαμβωτικά λαμπερός, διαυγής και έτοιμος ν’ αγωνιστεί γι’ όλα αυτά τ΄ όνειρα, είτε είναι δικά σου είτε όλων των άλλων. Πιστεύεις ακόμη στους ανθρώπους, στη δύναμη της φιλίας, στην ομαδικότητα, στη συνεργασία, στην κοινή προσπάθεια.

Τότε είναι λοιπόν, που οι αποφάσεις θα αποκαλυφθούν μπροστά σου γυμνές, ιταμές, οδυνηρά απαιτητικές. Για να σε προκαλέσουν για μια τελευταία φορά να τις αδράξεις με δύναμη από τη μέση και να τις στριφογυρίσεις στον αέρα. Για να τις αφήσεις να γίνουν οι καθοδηγητές σου σ΄ αυτό το καινούριο μονοπάτι που επιλέγεις ν’ ακολουθήσεις. Κι όπου σε βγάλουν…

 

Συντάκτης: Όλγα Αρβανιτά
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.