Βρίσκεσαι πάλι σ΄ εκείνον τον σχεδόν άδειο σταθμό της αφετηρίας των τρένων, κάπου στη μέση του πουθενά, μ΄ ένα τσαλακωμένο εισιτήριο στο χέρι, αυτό της μιας κατεύθυνσης, χωρίς επιστροφή. Κουβαλώντας μέσα σε μια φθαρμένη κόκκινη βαλίτσα, τις σχεδόν λησμονημένες εμπειρίες σου, τα ανερμάτιστα συναισθήματα σου, τις οδυνηρές ματαιώσεις σου, τις ξεθωριασμένες ελπίδες. Στέκεσαι εκεί στην άκρη της αποβάθρας, μέσα στη βροχή, κρατώντας ανοιχτή την αγαπημένη σου κόκκινη ομπρέλα, περιμένοντας το επόμενο τρένο, που θα σε πάει ξανά σ’ ένα σύντομο ταξίδι, ίσως, σ’ έναν τελευταίο προορισμό.

Θα περιμένεις μέχρι ν’ ακούσεις τον γνωστό ήχο από τις ράγες που στριγγλίζουν. Εκείνος ο εκκωφαντικός ήχος μέσα στ’ αφτιά σου που συνοδεύεται πάντα από μια έντονη παρόρμησή σου, να σηκώσεις το χέρι σου στον μηχανοδηγό για να σε δει και να σταματήσει. Κι είναι τόσο έντονη η επιθυμία σου, να χωθείς μέσα σ΄ ένα βαγόνι, να εξαφανίσεις το κορμί σου μέσα στο λιγοστό πλήθος, να το κρύψεις επιμελώς ανάμεσα στους άγνωστους συνοδοιπόρους σου. Κι ύστερα, να πάρεις μια βαθιά αναπνοή και να εκπνεύσεις λογισμούς για νέες διαδρομές, νέους σταθμούς, νέους προορισμούς. Ελπίζοντας αυτοί να είναι οι τελευταίοι σου.

Ο ήχος της άφιξης του τρένου, διακόπτει τη σιωπή κι εσύ συλλογίζεσαι ότι πρέπει για άλλη μια φορά να ξαναρχίσεις από την αρχή. Μηδενίζοντας το κοντέρ των συναισθημάτων σου, ακυρώνοντας τα χιλιόμετρα των αποστάσεων που έχεις διανύσει μέχρι τώρα, σκίζοντας τους χάρτες των διαδρομών σου, γιατί χαρτογραφούσαν όλες εκείνες τις μέχρι τώρα, λάθος διαδρομές σου.

Κάνεις το βήμα λοιπόν κι ανεβαίνεις τα σκαλιά του τρένου, ενώ χάνεσαι μες το βαγόνι. Κι αρχίζουν ν’ αναδεύονται πάλι μέσα σου, όμοιες με αιθέριες, χρυσόφτερες πεταλούδες, εκείνες οι ανυπόταχτες, μεγάλες προσδοκίες, που κάθε φορά που ξεκινάς τις διαδρομές των σχέσεων σου από την αρχή, τις νιώθεις να σε παρασύρουν κυνηγώντας τες, στα απατηλά, στενά μονοπάτια τους. Οι μεγάλες προσδοκίες, οι οποίες ορθώνονται κάθε φορά ξανά από την αρχή μέσα σου, ελπίζοντας να μη διαψευσθούν από όλους εκείνους, που θα τις σκιαγραφήσουν στον καμβά του μυαλού σου, με έντονα χρώματα και φθαρμένα ξύλινα πινέλα.

Όλες εκείνες, που τολμούν και εξυφαίνονται μέσα σου, για το ότι ίσως, αυτός ο έρωτας, αυτή τη φορά, θα είναι διαφορετικός. Πιο συγκλονιστικός, πιο συναρπαστικός, ίσως πραγματικά αληθινός. Μπορεί να έρθει στην αρχή δειλά, αλλά ταυτόχρονα σαρωτικά στη ζωή σου για να σε παρασύρει, να σε μετουσιώσει, να σου χαρίσει εκείνες τις μικρές ανείπωτες στιγμές ευτυχίας που πάντα κυνηγάς. Εκείνες, οι οποίες τελικά αποτελούν το νόημα της ζωής σου όλης. Εκείνες που μεστώνουν μέσα σου, που πηγάζουν από την ανάγκη σου να σε καθορίσουν, να σε στιγματίσουν, να σε καθοδηγήσουν.

Μεγάλες προσδοκίες λοιπόν! Και ξεφυλλίζοντας πάλι τα ημερολόγια της ζωής σου, θα δεις ότι ήταν πάντα εκεί ανάγλυφα γραμμένες με άτσαλα, νευρώδη γράμματα στα κιτρινισμένα και σκεβρωμένα από το χρόνο φύλλα τους. Δεν έφυγαν ποτέ από μέσα σου τελικά. Μείναν εκεί, να κείτονται σαν πεσμένα άστρα, στα σοκάκια του μυαλού σου, κατευνασμένες, σιγανές κι άφατες, χωρίς να τολμήσεις να τις εξαγνίσεις ποτέ.

Γιατί ίσως τελικά, αυτές τις λεπτεπίλεπτες, χρυσόφτερες πεταλούδες δεν τολμάμε να τις αγγίξουμε, δε θέλουμε να τις φυλακίσουμε μέσα στα περιοριστικά μας δάκτυλα, αλλά τις αφήνουμε ελεύθερες να πετούν μπροστά στα μάτια μας και τις κοιτάζουμε με έκσταση καθώς στροβιλίζονται στον αέναο, θνητό χορό τους. Ίσως, επειδή είναι προορισμένες να ζήσουν μέσα μας ελάχιστα, γι’ αυτό και μας δίνουν νωρίς, τις πιο έντονες συγκινήσεις τους, τα πιο ζωηρά σκιρτήματά τους.

Κι ύστερα, έρχονται και σε ταλαιπωρούν πάλι εκείνες οι σκέψεις, που η στυγνή λογική, επιβλητικά σου προστάζει. Κι αν διαψευστούν πάλι; Αν διαπιστώσεις για άλλη μια φορά, ότι αυτός ο πανούργος, φαύλος χρόνος τις εξανεμίσει, τις ξεθωριάσει στο περιδίνισμα του και στις γυρίσει πίσω κουρελιασμένες, ευτελισμένες κι απύθμενα απαξιωμένες; Θ΄ αντέξεις την επαναλαμβανόμενη ματαίωση άραγε; Ή τώρα πια, νιώθεις ότι μεγάλωσες και μπορείς πια να σφαλίζεις με μαεστρία τ΄ αφτιά σου στον θόρυβο που προκαλούν τα κατακρημνισμένα συναισθήματά σου; Γιατί απλώς επιλέγεις να μη θέλεις να τον ακούσεις πια.

Το τρένο θα σταματήσει στον τελευταίο προορισμό σου. Για άλλη μια φορά το ταξίδι σου ήταν απελπιστικά μοναχικό και σύντομο. Θα κατέβεις κρατώντας στα χέρια σου, την κόκκινη φθαρμένη βαλίτσα σου. Θα την αφήσεις πάνω στο βρεγμένο πλακόστρωτο και θα σκεφτείς ότι ταιριάζει απόλυτα με τα ρακένδυτα, φθαρμένα συναισθήματά σου.

Μια καινούρια μέρα έφτασε στο τέλος της και σήμερα. Νιώθεις ότι γλίστρησε βιαστικά μέσα από τα χέρια σου. Χωρίς καμία υποσχόμενη μεγάλη προσδοκία όμως, τουλάχιστον για σήμερα. Γιατί ξέρεις, ότι αυτές εξακολουθούν να προβάλλονται εκεί, στη σκηνή της ζωής, μόνο για τους μη πεζούς του έρωτα. Κι εσύ πλέον, μετά απ΄ όλα αυτά σου τα ταξίδια, γνωρίζεις ότι δεν ανήκεις σ΄ αυτούς.

Συντάκτης: Όλγα Αρβανιτά
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.