Και κυλούσαν οι μέρες κι οι νύχτες σου κι, όπως πολύ σωστά λέει κι ο λαός, ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος γιατρός. Κάπου εκεί, ανάμεσα στο τόσο σκοτάδι, μικρές αχτίδες φωτός άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Εκείνο το πρόσωπο. Ήρθε απ’ το πουθενά, χωρίς να το περιμένεις και κατάφερε ό,τι κανένας άλλος έως τώρα, και μάλιστα χωρίς καν να προσπαθήσει.

Κατάφερε να ζωντανέψει συναισθήματα που κοιμόντουσαν για καιρό, αισθήσεις που είχες ξεχάσει ότι υπάρχουν, ανέστησε ελπίδες κι όνειρα. Κάθε βλέμμα ικανό να σε κάνει να χαμογελάσεις, κάθε λέξη σου προκαλούσε ταραχή, κάθε άγγιγμα διαπερνούσε όλο σου το κορμί. Σκιρτήματα, άγχος, ανυπομονησία μέχρι την επόμενη συνάντησή σας και κάθε φορά που στεκόσουν απέναντι απ’ αυτό το πλάσμα, το χάος.

Θέλεις τόσο να αφεθείς, τόσα να πεις κι άλλα τόσα να φωνάξεις. Όμως λέξη δε βγαίνει απ’ τα χείλη σου κι εξακολουθείς να στέκεσαι εκεί, απέναντι, παριστάνοντας το άνετο τυπάκι. Πώς αλλιώς; Αφού φοβάσαι. Φοβάσαι όχι τόσο τον άλλο, όσο αυτό που σε κάνει να αισθάνεσαι. Έμαθαν να κρύβονται οι άνθρωποι γιατί έτσι είναι καλύτερα. Έμαθαν να αμύνονται, γιατί έτσι είναι πιο εύκολο.

Κι εκείνος μοιάζει σαν να συμμετέχει στο παιχνίδι σου. Δεν ανοίγεται, δεν αφήνεται, δε μοιράζεται. Κρατά μια απόσταση κι ένα μυστήριο που παλεύεις να διαλευκάνεις. Υπάρχουν στιγμές που αμφιβάλλεις αν στα αλήθεια ενδιαφέρεται, που σκέφτεσαι πως απλώς περνά τον χρόνο του μαζί σου, που αναρωτιέσαι για το τι μπορεί να αισθάνεται για ‘σένα, αν όντως αισθάνεται. Φέρνεις τα λόγια των φίλων σου στο μυαλό σου κι αναρωτιέσαι αν έχουν δίκιο. Όποιος ενδιαφέρεται, το δείχνει, διεκδικεί, παλεύει. Δε γίνεται να τα κάνεις όλα εσύ. Αν πρέπει να υπάρχει ένας κυνηγός κι ένα θήραμα, δε θες να ‘σαι εσύ που διεκδικείς. Οι εγωισμοί, οι ταμπέλες κι οι προκαταλήψεις θα μας διακατέχουν για χρόνια ακόμα.

Εκείνο που δεν έχεις σκεφτεί ποτέ, όμως, είναι πως ίσως να φοβάται όπως εσύ. Το ότι εμφανίστηκε στον δικό σου μικρόκοσμο τώρα, δε σημαίνει ότι μέχρι τότε δεν υπήρχε. Έχει παρελθόν κι ίσως έχει πληγώσει και πληγωθεί όπως εσύ. Ίσως έχει προδοθεί κι ας επένδυσε πολλά. Ίσως έχει χρειαστεί να αναπροσδιορίσει όλη του τη ζωή κι ίσως υπάρχουν τραύματα που ακόμα αιμορραγούν κι ας τα ‘χει δέσει καλά. Ίσως να μην πιστεύει πια στους ανθρώπους, μπορεί να μην πίστευε και ποτέ. Δε σου ‘χει πει πολλά, βαθιά μέσα σου όμως ξέρεις, γιατί έχεις διαβάσει τα μάτια του κι αυτά μόνο ψέματα δεν μπορούν να πουν. Κανένας δεν είναι άτρωτος. Δώσε, λοιπόν, λίγο χρόνο και στον άλλο. Κι αν δεν αντέχεις να το κάνεις, γιατί βασανίζεσαι από σκέψεις μπερδεμένες, από «αν» και «γιατί», από «πρέπει» και «μη», μία είναι η λύση.

Ώρα μηδέν, που λέει και το τραγούδι. Η ζωή μας είναι μικρή κι οι στιγμές λίγες, γι’ αυτό ας μην τις χαραμίζουμε χωρίς να λέμε αυτό που έχουμε στην καρδιά και το μυαλό μας τη στιγμή που το αισθανόμαστε. Πάρε τον φόβο σου απ’ το χέρι και πηγαίνετε να του χτυπήσετε την πόρτα. Φοβάσαι τι θα σκεφτεί, πώς θα το πάρει, ότι θα σε περάσει για συναισθηματικό. Ε και; Αλήθεια δεν είναι; Υποστήριξε τη μοναδικότητά σου και διεκδίκησε αυτό που θέλεις. Είδαμε την εξέλιξη των πραγμάτων ακόμα κι όταν ήμασταν προσεκτικοί.

Μίλα για όλα όσα κρύβονται μέσα σου, πες σ’ αυτόν που σε ενδιαφέρει όλα όσα αισθάνεσαι, σπάσε τους φραγμούς κι αυτά τους τύπους που μας κρατάνε πίσω μια ζωή. Πες του πόσο ανυπομονείς να τον συναντήσεις κάθε φορά, πες του πόσο πολύ τον φωτίζει το λευκό χρώμα. Τόνισέ του πως λάμπουν τα μάτια του σαν μικρό παιδί κάθε φορά που χαμογελά. Εξήγησέ του πώς σε κάνει να νιώθεις κάθε φορά που σε κρατά αγκαλιά. Θύμισέ του πώς είναι ο έρωτας, ίσως ο ίδιος να ‘χει ξεχάσει. Πες του ότι θυμάσαι κάθε λεπτομέρεια απ’ τις ιστορίες που σου έχει πει όλο αυτό το διάστημα και πόσο πολύ θα ‘θελες να ήσουν κι εσύ κομμάτι τους.

Άφησε τον να μάθει πόσο πολύ θα ‘θελες να μοιράζεσαι τις μέρες και τις νύχτες σου μαζί του, τους φόβους και τα πάθη, τα όνειρα και τις ελπίδες σου. Άφησέ τον να δει την αλήθεια σου. Στην τελική, άνθρωπος που κυριεύει την καρδιά και το μυαλό σου αξίζει τουλάχιστον να το γνωρίζει. Και δεν υπάρχει ομορφότερο συναίσθημα απ’ το να βλέπεις τον εαυτό σου μέσα απ’ τα μάτια κάποιου άλλου.

Εσύ, λοιπόν, που στέκεσαι εδώ και πέντε λεπτά έξω απ’ την πόρτα του, έχοντας προβάρει στο μυαλό σου κάθε πιθανό διάλογο που μπορεί να προκύψει, πάρε το ρίσκο κι άσε τα πράγματα να εξελιχθούν. Μην αφήνεις για αύριο ό,τι μπορείς να κάνεις σήμερα. Ζήσε το συναίσθημά σου τώρα, που βρίσκεται στην κορύφωσή του. Αν οι άνθρωποι μιλούσαν περισσότερο, όλα θα ‘ταν πιο εύκολα.

Πήγαινε, λοιπόν. Γίνεται ο φόβος πιο μικρός όταν τον μοιράζεσαι. Πήγαινε. Περιμένουν στη γωνία τα θαύματα. Πήγαινε. Ίσως τελικά να ‘χω κι εγώ να πάω κάπου απόψε.

Συντάκτης: Χαρά Τζιώτη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη