Νομίζεις πως ακόμα το παρελθόν σιγοβράζει εκδικήσεις. Νομίζεις πως όλα σου τα απομεινάρια αναμένουν εξαντλητικά να σε πληρώσουν με το ίδιο φτηνό νόμισμα. Νομίζεις πως η συγχώρεση καρτερικά ποθεί να ξαναβρεί τον χαμένο της εγωισμό. Νομίζεις πως όσα ειπώθηκαν δεν ξελέγονται κι εμείς πως ό,τι ήμασταν δε θα ξαναγίνουμε ποτέ.

Ξέρεις πως στα λόγια σου δεν ξεχωρίζουν πια οι αλήθειες. Ξέρεις πως όλα γυρίζουν αδιάφορα στις καθυστερημένες σου απολογίες. Ξέρεις πως όσο μονιμοποιείται η παρουσία, άλλο τόσο συνηθίζεται η απουσία. Ξέρεις πως η κακία κρατιέται σφιχτά από αναπάντητα «γιατί;». Ξέρεις πως οι άνθρωποι τελικά σου δίνουν ό,τι τους εμπνεύσεις.

Έμαθα πως φοβάσαι ότι θα ‘μαι ένα αγρίμι, δημιούργημα δικό σου. Έμαθα πως μετράς το ανεξόφλητο χρέος σου σε μένα και τρομάζεις ότι αποζητώ κλείσιμο λογαριασμών με κάθε ψυχικό κόστος. Έμαθα πως τα μηνύματά σου γράφονται και ξεγράφονται θρασύδειλα, γιατί μαντεύεις πως βρήκα κάτι καλύτερο από σένα. Όλα είναι καλύτερα από σένα κι οι μαντεψιές περισσεύουν. Αλλά τίποτα δεν είναι σαν εσένα. Κι η ευθύνη όλη δική μου.

Γύρνα σε μένα. Μη λιποψυχείς. Εδώ ό,τι χόχλαζε έχει πια ανακτήσει τη χαμένη του ηρεμία. Τα νομίσματα πάλιωσαν και σκούριασαν κι η ισοτιμία δεν αποδίδεται αναδρομικά. Η συγχώρεση αγάπησε πλέον τον εαυτό της και δεν κρατά απωθημένα, και τα λόγια έχασαν τη σειρά τους κι έμειναν μόνο σκόρπιες, ανόητες, λέξεις.

Γύρνα σε μένα. Οι αλήθειες σου θα θυμίζουν πάντα ψέματα, γιατί τα ψέματα κάποτε τα ονόμαζες αλήθειες. Κράτα, λοιπόν, μακριά τις απολογίες και μην ψάχνεις άδικα εδώ για κακίες. Αν θα σου δώσω ό,τι μου εμπνεύσεις, έλα αυτή τη φορά απλά όπως είσαι.

Γύρνα σε μένα. Αδιαφόρησε για όσα θα πουν εκείνοι που δε θα έπρεπε κανονικά να λένε τίποτα. Τρέλα θα αποδώσουν σε μένα, απληστία σε σένα. Θα κατονομάσουν εύκολα τον θύτη και το θύμα, γιατί ξέχασαν κιόλας πως στη ζωή υπάρχει κι η αυτοθυσία.

Γύρνα και θα τα καταφέρουμε. Δε θα περιφέρονται ανάμεσά μας οι σκιές των ανθρώπων που ήμασταν κάποτε. Δε θα λιμοκτονούν οι θυμοί για ξεσπάσματα. Επέλεξαν όλα τους να λησμονήσουν, γιατί σε θέλουν πάλι. Ή σε θέλουν ακόμα. Δεν ξέρω με σιγουριά αν τελικά ποτέ σταμάτησαν να σε επιθυμούν.

Μη νομίζεις, μην ξέρεις, μη φοβάσαι, μη μαντεύεις. Έλα. Χωρίς ενοχές και χωρίς συγγνώμες. Χωρίς την υποχρέωση να με πείσεις ότι έχεις μετρήσει τα λάθη σου. Μην τρέμεις τις δεύτερες σκέψεις και μη μετράς τις δεύτερες ευκαιρίες. Καθάρισε τις συνειδήσεις κι αφέσου.

Θα τα καταφέρουμε. Δε θα πασχίζουν οι εκδοχές μας να γίνουν όσο καλύτερες μπορούν. Δε θα πασχίζουμε κι εμείς να πετύχουμε αυτό που κάποτε σκοτώσαμε. Απλά θα ζούμε. Γιατί όταν τάχα το πασχίσαμε, το χάσαμε. Και πριν το χάσουμε, δεν το ‘χαμε ζήσει ποτέ.

Αλλά τώρα δε χάνουμε τίποτα, γιατί δεν έχουμε τίποτα. Μόνο δουλειές, υποχρεώσεις, ένα ασταμάτητο ρολόι κι ένα ξεκούρδιστο μυαλό. Έλα να τα κάνουμε ανάποδα. Να ξεκουρδίσουμε τα ρολόγια και να απελευθερώσουμε τα μυαλά. Μια στιγμή συναίνεσης χρειάζεται μονάχα κι όλα θα πάρουν την έγκριση να κυλήσουν και πάλι. Μη με ρωτάς για πού και για πόσο. Αυτό θα κριθεί στις δυνάμεις και στις αδυναμίες. Κι έχουμε μπόλικες κι οι δυο μας.

Σε περιμένω.

Συντάκτης: Εβίτα Λυκούδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη